Γεια σου… Τι κάνεις;

Ναι, κάπου σε ξέρω! Από κάπου. Κάποτε… Από το παρελθόν ή από το μέλλον. Θα θυμηθώ. Κάποια στιγμή θα θυμηθώ από πού σε ξέρω, από πότε. Από το παρελθόν; Από το μέλλον; Προς το παρόν, είναι που θέλω να σου μιλώ. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά θέλω να σου μιλώ.

Είναι μία παρόρμηση, την οποία δεν έχω λόγο να απωθώ. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι που θέλω να μου μιλάς. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά θέλω να μου μιλάς. Για κάποιο λόγο θέλω να σου μιλώ και να μου μιλάς, βλέπεις, εκτιμώ πολύ τον ΔΙΑΛΟΓΟ. Εκτιμώ πολύ τον ΕΠΩΝΥΜΟ διάλογο. Αυτός είναι ο σκοπός.

Η ανωνυμία με χαλάει. Νομίζω ότι η επωνυμία είναι σήμερα η μεγαλύτερη γενναιότητα, αν όχι η μεγαλύτερη αντίσταση. Δημοσιογράφος από τις 7 Φεβρουαρίου 1990, έμαθα να πληρώνω αγόγγυστα το βαρύτερο τίμημα για το δικαίωμα να καταθέτω δημόσια τη γνώμη μου, άσχετα αν ήταν η κρίση μου ορθή, αφού το θέμα ήταν και παραμένει ένα: Να μην κινείσαι από δόλο, να μην πράττεις από ιδιοτέλεια.

Παντελής

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

pantΑναζητώντας νέους φίλους, να συστηθώ:

Το όνομά μου είναι Παντελής. Κανονικό δε και ολόκληρο, όπως είναι γραμμένο στην ταυτότητα: Παντολέων Φλωρόπουλος. Γεννηθείς το 1955 στη Μυρτιά της Αιτωλίας, στην Τριχωνίδα. Δημοσιογράφος από το 1990, πρώτη εμφάνιση στο τοπικό ραδιόφωνο του Αγρινίου. Δημιουργός του μηνιαίου σατιρικού περιοδικού «αραμπάς» (Αύγουστος 1991 – Δεκέμβριος 1997).

Από το 2000 εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας του Αγρινίου «Αναγγελία». Διάφορα τοπικά περιοδικά που εκδόθηκαν κατά καιρούς (σημαντικότερα των οποίων είναι η «στρατόσφαιρα», το «αγοράΖην» κ.λ.π.) φέρουν την υπογραφή μου. Το 2001 κυκλοφόρησε «Το Ταξίδι» (δεν κυκλοφορεί πλέον) και το 2010 ένας τόμος με τον γενικό τίτλο «Παραμυθόκηπος», στον οποίο περιέχονται πέντε βιβλία για παιδιά που είχαν γραφεί κυρίως το 1982: Η Πολιτεία των λουλουδιών (παραμύθι, το πρώτο βιβλίο, 1980), ο βασιλικός του βασιλιά Βασίλη (παραμυθιστόρημα), μία συλλογή έντεχνων παραμυθιών, μία συλλογή ποιημάτων και μία συλλογή λαϊκών παραμυθιών.

Στον Τοπικό Τύπο (του Αγρινίου) δημοσιεύτηκαν περισσότερα από 800 χρονογραφήματα, 300 ευθυμογραφήματα, εκατοντάδες ρεπορτάζ, περισσότερα από δύο χιλιάδες πολιτικά άρθρα, άλλα τόσα σχόλια, 200 περίπου λαϊκές ιστορίες και μύθοι, αλλά και λαογραφικές εργασίες. Από την ηλικία των 12 ετών γράφω ποίηση, αλλά καταστρέφω κατά καιρούς τα χειρόγραφα. Διασώθηκε περίπου μία χιλιάδα ποιημάτων, στην πλειοψηφία τους αδημοσίευτα.

Εκατοντάδες άρθρα έχουν δημοσιευτεί και στο www.agriniovoice.gr. Μπορείτε να τα βρείτε πατώντας ΕΔΩ.

Άφησα τα ίχνη μου πάνω στα σύννεφα
όπου κάποτε θ’ ανεβείς.
Άφησα τα ίχνη μου μέσα στην άβυσσο
όπου κάποτε θα διαβείς
όταν δεν θά’χεις πουθενά ν’ ακουμπήσεις
κανένα χέρι για να πιαστείς…

Άφησα τα ίχνη μου πάνω στη θάλασσα
νά ’ρθεις κάποτε να με ιδείς.
Άφησα τα σημάδια μου πάνω στον άνεμο
να σ’ οδηγήσουν κάποτε να με βρεις.
Όταν δεν θά’ χεις πια τίποτα να πιστέψεις
καμιά χειρολαβή να πιαστείς…

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ αυτοΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ σημείωμα

Η ιστορία της ζωής μου συνοπτικά

Γεννήθηκα στις 9 Φεβρουαρίου 1955 στη Μυρτιά της Αιτωλίας, στην Τριχωνίδα. Πρώτο παιδί από τα 4 παιδιά οικογένειας ακτημόνων, άνεργων, άστεγων, άμισθων και ανασφάλιστων γονέων. Τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας ήταν μόλις 2,5 στέμματα περιβόλι εσπεριδοειδών και 2 στρέμματα άνυδρης χέρσας έκτασης που αργότερα έγινε λιοστάσι.

Από οκτώ ετών παιδί εργαζόμουν σκληρά, μετά το σχολείο, μεσημέρι και βράδυ. Φρόντιζα τα ζώα του σπιτιού, κότες, κουνέλια, γίδες, γουρούνια, κουβαλούσα στους ώμους ή με το γάιδαρο τη χλωρασιά που μάζευα στα περιβόλια, δύο φορές τη βδομάδα ανέβαινα στους λόφους με τη μάνα του και φορτωνόμουν κλαρί για τις κατσίκες, άλλοτε δούλευα στο καφενείο του θείου ή του γείτονα, τα καλοκαίρια πότιζα περιβόλια μέρα ή νύχτα, έκοβα κι έδενα τριφύλλι, τρυγούσα και πάταγα σταφύλια, έκοβα λεμόνια, μάζευα ελιές, φύλαξα ακόμα και πρόβατα για εκατό δραχμές ένα ολόκληρο καλοκαίρι, δούλεψα με το τρακτέρ στα ραντίσματα των περιβολιών, για εργασία δύο μηνών “ήλιο με ήλιο” πήρα αμοιβή ένα ζευγάρι παπούτσια.

Αποφοίτησα από το Δημοτικό Σχολείο χωρίς να έχω γνωρίσει το ηλεκτρικό ρεύμα, το τηλέφωνο και την ύδρευση στο σπίτι, αλλά με άσβηστες εικόνες ενός νυχτερινού ουρανού με τους γαλαξίες να καταυγάζουν. Εκείνες οι απίστευτες αστροφεγγιές χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη για όλη τη μετέπειτα ζωή μου.

Σκάρωσα τα πρώτα μυθιστορήματα στο κεφάλι μου, παιδί οχτώ χρονών, όταν – παρά τη θέλησή μου – με υποχρέωνε ο πατέρας μου να κοιμηθώ το μεσημέρι με τη ζέστη του καλοκαιριού. Ήταν μυθιστορήματα που δεν μπορούσα να γράψω. Έγραψα το πρώτο μου ποίημα σε ηλικία 12 ετών, στην έκτη Δημοτικού, μιλούσε για τη θάλασσα που δεν είχα δει ακόμα. Έκτοτε δεν σταμάτησα να γράφω ποτέ. Στην ίδια ηλικία διάβασα τα απόκρυφα ευαγγέλια», αλλά και τους «Αθλίους» του Ουγκό σε καθαρεύουσα (μετάφραση Σκυλίτση) αλλά και την «Ευδοκία», ένα ερωτικό μυθιστόρημα, που μου δάνεισε ο παπάς του χωριού. Δεν ήθελα να πάω στο Γυμνάσιο, όπως ο Οδυσσέας δεν ήθελε να πάει στην Τροία, σα να με ειδοποιούσε η κυτταρική μου μνήμη ότι “εκεί έξω” με περίμενε η Οδύσσεια. Ήθελα να μείνω στο χωριό και να μορφωθώ μόνος μου. Με δήλωσε με το ζόρι ο πατέρας μου στο Γυμνάσιο, ύστερα από επίμονη παρέμβαση του δασκάλου μου, του Θωμά Παπασπύρου. Τα παιδιά τότε έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις. Πέρασα πρώτος στο Γυμνάσιο Παραβόλας, αφού είχα γράψει σε όλα άριστα (20).

Διάβαζα τη νύχτα, με λάμπα πετρελαίου. Διάβασα όλα τα βιβλία του Παπαδιαμάντη (στο πρωτότυπο) στη Δευτέρα Γυμνασίου, μου τα δάνεισε η φιλόλογος καθηγήτριά μου Ευριδίκη Μαυρίκη, η οποία περιέφερε στους καθηγητές του Αγρινίου πολυγραφημένες τις εκθέσεις μου, ως δείγματα γραφής ενός παιδιού, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν εκθέσεις, αλλά διηγήματα. Πρωτοδημοσίευσα κείμενά μου στο περιοδικό «τα νειάτα», όταν ήμουν μαθητής Γ΄ Γυμνασίου, στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού που είχε κάνει το περιοδικό..

Τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο στη Μυρτιά, την πρώτη τάξη στο Σχολείο Άνω Μυρτιάς και τις υπόλοιπες πέντε στο Σχολείο Κάτω Μυρτιάς.

Έκαμα πέντε χρόνια στο Γυμνάσιο Παραβόλας και την τελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο Αρένων Αγρινίου. Τότε πήρα και ένα βραβείο ποίησης σε πανελλήνιο Μαθητικό διαγωνισμό.

Έζησα σε οικοτροφείο την σχολική περίοδο 1972 – 1973. Ήρθα αντιμέτωπος με τον υπεύθυνο σίτισης, μάλωσα μαζί του για λογαριασμό των 17 μικρότερων παιδιών του οικοτροφείου, επειδή ανακάλυψα μαμούνια στο τσουβάλι με τις φακές, πήρα μια χούφτα, περπατούσαν στην παλάμη μου τα μαμούνια, εκείνος όμως έλεγε ότι δεν τα βλέπει. Έφυγα. Κι έμεινα σε συγγενικό σπίτι πληρώνοντας ένα μικρό ενοίκιο.

Χωρίς καμιά βοήθεια και χωρίς φροντιστήριο, διαβάζοντας μόνος, απέτυχα για λίγα μόρια να εισαχθώ στην Φιλολογία το 1973. Το καλοκαίρι εργάστηκα στην ΕΔΟΚ – ΕΤΕΠ στο Λεσίνι. Με τις μικρές οικονομίες από την καλοκαιρινή αυτή εργασία (περίπου 1.100 δραχμές, δηλαδή 3,22 ευρώ) τον Σεπτέμβριο του 1973, πήγα στην Αθήνα, όπου βρήκα δουλειά σε αποθήκη απορρυπαντικών ως φορτοεκφορτωτής και διανομέας. Θα έδινα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο την επόμενη χρονιά. Για οκτάωρη εργασία ο μισθός μου ήταν 750 δραχμές την εβδομάδα (2,2 ευρώ) δηλαδή το μεροκάματο ήταν 125 δραχμές (0,36 ευρώ) ανασφάλιστος βέβαια.

Έζησα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εργαζόμενος στην αποθήκη απορρυπαντικών του Ψυρρή. Το καλοκαίρι του 1974 σταματάω τη δουλειά στην αποθήκη απορρυπαντικών για να διαβάσω, να δώσω πάλι χωρίς φροντιστήριο εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Το φαγητό μου επί ένα μήνα ήταν ένα γιαουρτάκι τη μέρα και ένα μήνα πριν από τις εξετάσεις μόνο νερό από μια κοινόχρηστη τουαλέτα. Με πείσμα όμως διάβαζα ξαπλωτός, ακίνητος, για να μην αισθάνομαι την πείνα.

Μετά τις εξετάσεις άρχισα να εργάζομαι σε ένα μαγειρείο τη βραδινή βάρδια. Το μεροκάματό μου ήταν 50 δραχμές (0,14 ευρώ). Αμέσως μετά από αυτό βρήκα παράλληλη δουλειά σε βιοτεχνία που κατασκεύαζε παντόφλες, όπου το μεροκάματο ήταν 150 δραχμές (0,43 ευρώ).

Το 1974 έγινα φοιτητής της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, αν και τότε έμπαιναν στο Πανεπιστήμιο ένας στους δέκα υποψήφιους. Είχα όνειρο να κάνω μεταπτυχιακά και να γίνω καθηγητής Φιλοσοφίας ή Κοινωνιολογίας ή και τα δύο. Δεν ήθελα όμως να πάρω ένα πτυχίο και να διοριστώ δημόσιος υπάλληλος. Στα επόμενα χρόνια δεν θα χρειαζόταν να έχεις πτυχίο Πανεπιστημίου για να γίνεις δημόσιος υπάλληλος, αλλά, παρά τις πολλές ευκαιρίες που είχα (δεδομένου ότι απόκτησα πολλούς πολιτικούς φίλους στη διαδρομή μου) εγώ δεν θα γινόμουν έτσι κι αλλιώς, αφού ο τρόπος να γίνεις τότε, μέχρι και πρόσφατα, ήταν το «πολιτικό μέσον», το οποίο αρνήθηκα παγίως, από τότε μέχρι και σήμερα. Θεωρούσα στέρηση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας οποιαδήποτε χρήση του «πολιτικού μέσου». Την ευκαιρία αυτή την στέρησα και απ’ όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου.

Το Φθινόπωρο του 1974, αμέσως μετά την Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, έγινα μέλος του ΠΑΣΟΚ.

Τον Ιανουάριο του 1975 έγινα εργάτης στη γνωστή Κλωστοϋφαντουργία PERFIL και για να μπορώ να παρακολουθώ τη Σχολή μου, πέρασα στη νυχτερινή βάρδια εργαζόμενος 10.00΄ με 6.00΄.

Το καλοκαίρι του 1975, μετά από μία μεγάλη απεργία στην PERFIL, στην οποία (μόλις 20 χρονών) πρωτοστάτησα ως αρχηγός 400 εργαζομένων, απογοητευμένος από την χαλαρή έως ανύπαρκτη στήριξη του ΠΑΣΟΚ στην απεργία, πέρασα στο ΚΚΕ κι έγινα μέλος του. Σταδιακά όμως απομακρύνθηκα από το ΚΚΕ διαφωνώντας με τις δογματικές αντιλήψεις του. Έκτοτε δεν έγινα ποτέ μέλος κανενός κόμματος. Θεωρούσα ότι, μετά την αποχώρησή μου από το ΚΚΕ, δεν είχα το ηθικό δικαίωμα να γίνω μέλος άλλου κόμματος.

Το 1974 για ν’ ανακουφιστεί η φτωχή αγροτική μου οικογένεια, ήρθαν στην Αθήνα και οι τρεις μικρότερες αδελφές μου. Η μεγαλύτερη έπιασε για λίγο δουλειά στην PERFIL, μέχρι που αρραβωνιάστηκε και σταμάτησε να εργάζεται. Οι δύο μικρότερες αδερφές μου πήγαιναν στο Γυμνάσιο με δικές μου δαπάνες, αφού η οικογένειά μου δε μπορούσε να βοηθήσει ούτε με μία δραχμή.

Το καλοκαίρι του 1975 απολύθηκα από την PERFIL εξ αιτίας της απεργίας. Ήμουν ο μόνος από τους 15 απολυμένους που δεν επαναπροσλήφθηκα, αρνούμενος από εργάτης να περάσω υπάλληλος στα Γραφεία. Έπιασα δουλειά στην «Μεταλλουργία Σταματελόπουλος», όπου στις 3 Ιανουαρίου 1976 είχα ένα εργατικό ατύχημα, που παραλίγο να μου στοιχίσει τη ζωή, αφήνοντάς μου ένα μόνιμο τραύμα στο αριστερό χέρι.

Το ΙΚΑ αρνείται το 1977 να μετατρέψει την εξάμηνη σύνταξη σε ετήσια, παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά (κατά την ομολογία της Επιτροπής) ήταν μεγαλύτερα του 67%. Απέρριψε το αίτημά μου με αιτιολογικό ότι… ήμουν φοιτητής και, ως εκ τούτου, καθώς είπε ένα μέλος της Επιτροπής, θα γινόμουν…δημόσιος υπάλληλος!

Δεδομένου ότι ως εργαζόμενος δεν δικαιούμουν ούτε κουπόνια σίτισης στην Πάντειο!

Έπιασα δουλειά σε ένα καφενείο στον Πειραιά, όπου εργαζόμουν από τις 5 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ σερί. Υποχρεώθηκα να στείλω πάλι στο χωριό τη μικρότερη αδελφή μου για να συνεχίσει το Γυμνάσιό της, ενώ η άλλη παρέμεινε στην Αθήνα και πήγε νυχτερινό γυμνάσιο για να εργαστεί και να βοηθήσει το σπίτι.

Παρά τα προβλήματα παρακολουθούσα όσο μπορούσα κι έδινα μαθήματα στην Σχολή μου. Τα δύο πρώτα έτη πήγαν εξαιρετικά. Στο τρίτο άρχισε μία περίοδο αποξένωσης με τη Σχολή μου. Κατοχύρωσα έτος, αλλά δεν γράφηκα ποτέ στο τέταρτο και τελευταίο…

Όταν το καφενείο που εργαζόμουν πουλήθηκε σε άλλον ιδιοκτήτη, άρχισα να εργάζομαι ως σερβιτόρος σε διάφορα μαγαζιά. Μετά μπήκα στο χώρο του πωλητή εγκυκλοπαιδειών και βιβλίων, ενώ τα καλοκαίρια κατέβαινα στη Μυρτιά κι εργαζόμουν ως σερβιτόρος στην εξοχική ταβέρνα του Μπίκα. Στα μεσοδιαστήματα έκανα ό,τι δουλειά έβρισκα μπροστά μου. Δούλευα σε μαγαζιά που ήθελαν σερβιτόρους, δούλεψα στα Ναυπηγεία, πούλησα βάσεις ψυγείων και πλυντηρίων στα σπίτια, γύρισα όλη την Ελλάδα πουλώντας βιβλία.

Το 1980 εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «η πολιτεία των λουλουδιών». Από αυτό ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με την παιδική λογοτεχνία, που συνεχίστηκε αργότερα, μέχρι και σήμερα, ήρθε μια συμφωνία με έναν εκδοτικό οίκο για την συγγραφή παιδικών βιβλίων, που δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί ο εκδοτικός οίκος έκλεισε πριν τυπωθεί η πρώτη δεκάτομη σειρά που είχε προγραμματιστεί και της οποίας ήμουν ο βασικός συγγραφέας.

Με το γράψιμο (που δεν σταμάτησα ποτέ) σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου είχα ασχοληθεί από μαθητής του Δημοτικού Σχολείου στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και δεν περνούσε μέρα χωρίς να γράψω ποίημα ή διήγημα. Κείμενά μου των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου έκαναν τον γύρο των διανοουμένων της εποχής στο Αγρίνιο και αλλού.

Το Πάσχα του 1982 εργαζόμενος σε δεκαοκτάωρη βάση ως σερβιτόρος στον Ωρωπό, έπαθα μηνίσκο από υπερκόπωση και δεν μπορούσα πια να κάνω αυτή τη δουλειά. Επέστρεψα στο χωριό μου, τη Μυρτιά. Έλαβα μέρος στις Κοινοτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 1982 και εκλέχτηκα. Έγινα αντιπρόεδρος της Κοινότητας. Από την θέση αυτή παραιτήθηκα ένα χρόνο αργότερα, επειδή διαφώνησα με το σύνολο των Κοινοτικών Συμβούλων και τον Πρόεδρο σε ό,τι αφορούσε τις παραλίμνιες εκτάσεις της Τριχωνίδας, οι οποίες είχαν αρχίσει ήδη να καταπατούνται κι εγώ ήθελα να λάβουμε μέτρα για να προστατεύσουμε και ν’ αξιοποιήσουμε για το κοινό όφελος την παραλία της λίμνης.

Πήγα στρατιώτης τον Δεκέμβριο του 1983 και τελείωσα ως πρωτότοκος πολύτεκνης οικογένειας ένα χρόνο αργότερα το 1984. Αμέσως έπιασα δουλειά ως Γραμματέας του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μυρτιάς κι εγκαταστάθηκα στο Αγρίνιο με σκοπό να φτιάξω σπίτι στο χωριό. Έβγαλα και την πολεοδομική άδεια, με 90.000 δραχμές κόστος.

Τον Ιούνιο του 1985 έκαμα τον γάμο μου με την Βασιλική Καρροπούλου, με την οποία απόχτησα δύο παιδιά, τον Γιώργο, ο οποίος είναι σήμερα οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, και τον Κωνσταντίνο, ο οποίος είναι πτυχιούχος αθλητικής δημοσιογραφικής Σχολής και δημοσιογράφος της εφημερίδας «Αναγγελία» και στο agriniovoice

Το 1985 εξέδωσα τη μηνιαία εφημερίδα «Μυρτιωτική» για να υποστηρίξω τις προσπάθειες ανάπτυξης του χωριού μου, ενώ παράλληλα ίδρυσα Συνεταιρισμό Νέων Αγροτών κι έγινα Πρόεδρος του Συλλόγου Ακτημόνων. Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν, γιατί τα θέματα που σήμερα αποτελούν ζητούμενα, τότε ακούγονταν πολύ πρώιμα και ξένα, όπως, για παράδειγμα, να κάνουν οι γυναίκες του χωριού υφαντά και γλυκά κουταλιού. Η εφημερίδα πραγματοποίησε τρεις εκδόσεις όλες κι όλες.

Στον Συνεταιρισμό παρέλαβα ένα έπιπλο γραφείου μέσα σ’ ένα καφενείο και σ’ ένα συρτάρι ένα σχολικό τετράδιο με τα ονόματα 50 συνεταίρων. Ως Γραμματέας με εξουσιοδοτήσεις όλων των αρμοδιοτήτων (του Προέδρου και του Ταμία) παρέδωσα τρία χρόνια αργότερα έναν οικονομικό οργανισμό με 250 συνεταίρους, ένα κτίριο 500 τ.μ. με γραφεία και γεφυροπλάστιγγα και 100 εκατομμύρια δραχμές ετήσιο τζίρο το 1987. Είχα κάνει τους παραγωγούς μου τρόπον τινά μισθωτούς. Όμως, αν και κέρδιζα για λογαριασμό του Συνεταιρισμού ολόκληρο τον μισθό μου από προμήθειες εμπορίας προϊόντων άλλων περιοχών, που δεν είχαν ενεργούς συνεταιρισμούς και έτσι δεν υπήρχε ούτε μία δεκάρα επιβάρυνση ανά κιλό στον παραγωγό, το πνεύμα που επικρατούσε τότε στο Συνεταιριστικό Κίνημα, ήταν ότι όλοι πρέπει να δουλεύουμε πατριωτικά, χωρίς να πληρωνόμαστε. Ο δικός μου μισθός (45.000 δραχμές, χωρίς ασφάλιση τα πρώτα δύο χρόνια) ήταν μικρός για την οικογένειά μου, δεν έφτανε. Αναγκάστηκα να παραιτηθώ για να κάνω περισσότερα πράγματα. Νοίκιασα δέκα στρέμματα αγρόκτημα στην Παντάνασσα, όπου καλλιέργησα λάχανο και κουνουπίδι. Με συνεργάτη το Νίκο Κασόλα από τον δεύτερο χρόνο της δράσης αυτής καλλιεργήσαμε σε επιχειρηματική βάση 40 στρέμματα κηπευτικών. Για τρία χρόνια συνολικά, πουλούσα κηπευτικά στις λαϊκές αγορές του Αγρινίου, ενώ παράλληλα τους χειμώνες έκανα κάθε βδομάδα ταξίδια με εσπεριδοειδή στις λαϊκές και τη λαχαναγορά της Λαμίας.

Στις 7 Φεβρουαρίου 1990 έκαμα την πρώτη ραδιοφωνική μου εκπομπή στον Τοπικό Ραδιοσταθμό «9.37» στο Αγρίνιο. Είχε τίτλο «ένα φλιτζάνι γέλιο», ήταν καθημερινή εκπομπή. Ακολούθησε στις 11 Ιουνίου 1990 η καθημερινή επίσης σατιρική εκπομπή «Χαιρέτα μας τον πλάτανο», ενώ παράλληλα έβγαιναν και άλλες έκτακτες δημοσιογραφικές εκπομπές. Ταυτόχρονα, εγκαταλείποντας πια τις καλλιέργειες κηπευτικών, εργάστηκα αποκλειστικά στο ραδιόφωνο, αναλαμβάνοντας και το Διαφημιστικό Τμήμα του Σταθμού, αξιοποιώντας την παλιότερη εμπειρία από τον χώρο του βιβλίου. Συνολικά στο ραδιόφωνο πραγματοποίησα περισσότερες από χίλιες εκπομπές. Στην ραδιοφωνική αυτή θητεία οφείλεται η επιτυχία της έντυπης δημοσιογραφίας μου που, με όχημα τις «Εκδόσεις Μυρτιά», άρχισα τον Αύγουστο του 1991 εκδίδοντας τη μηνιαία σατιρική εφημερίδα «αραμπάς».

Όταν βγήκε το πρώτο φύλλο του «αραμπά», σημείωσε πρωτοφανή εκδοτική επιτυχία, πουλώντας τρεις χιλιάδες αντίτυπα στο Αγρίνιο κι έτσι συνέχισε. Ο «αραμπάς» έγινε Πανελλήνια γνωστός και αποτέλεσε για μια μεγάλη χρονική περίοδο τον πρεσβευτή του Αγρινίου σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ο «αραμπάς» ήταν η απαρχή μιας νέας περιόδου στην προσωπική, την οικογενειακή και την επαγγελματική μου ζωή. Ένα έντυπο που έγινε θρύλος, για να μείνει ζωντανός ακόμα και σήμερα στη μνήμη όλων. Ένα έντυπο που άνοιξε τους δρόμους του Αγρινίου στον τυπογραφικό και τον εκδοτικό χώρο οδηγώντας τα πράγματα στον εκσυγχρονισμό τόσο στον τεχνικό, όσο και τον εκδοτικό τομέα. Ο «αραμπάς» έθεσε για πρώτη φορά ένα φωναχτό θέμα αισθητικής στην πόλη, τόσο στην κατασκευή των εντύπων, όσο και στην κατάθεση του γραπτού δημοσιογραφικού και έντεχνου λόγου. Καμία εφημερίδα ως τότε δεν είχε γεννήσει ΕΝΑΝ δημοσιογράφο. Σε ό,τι αφορά τον εκδοτικό χώρο, τίποτα δεν θα ήταν έτσι σήμερα στο Αγρίνιο, αν δεν είχε κάνει την εμφάνισή του ο «αραμπάς», στον οποίο μαθήτευσαν οι περισσότεροι εν ενεργεία σήμερα νέοι δημοσιογράφοι του Αγρινίου, ενώ αναδείχτηκαν από αυτόν νέες λογοτεχνικές παρουσίες. Ανάμεσά τους ο έξοχος σκιτσογράφος Χρήστος Παπανίκος.

Το 1994 – στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας του «αραμπά» – ίδρυσα παράλληλα τον «αραμπά FM». Ένα ραδιόφωνο, που ήρθε και τάραξε τα ραδιοφωνικά νερά με το Ελληνικό λαϊκό μουσικό του άκουσμα και με την πρωτοποριακή δημοσιογραφική, αλλά και διαφημιστική του δουλειά. Απέσπασε το 90% της ραδιοφωνικής ακρόασης στην περιοχή. Ήταν όμως ένα ισχυρό μήνυμα σε ισχυρούς της εποχής ότι ο «αραμπάς» ως δημοφιλές περιοδικό και δημοφιλές ραδιόφωνο μαζί θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του κοινού και της Αγοράς. Είχε ειπωθεί τότε από Διευθυντή Τράπεζας ότι «μοιάζει με ένα μυαλό που απλώθηκε πάνω από την πόλη». Με δόγμα ότι θα εξέφραζε γνήσια το λαϊκό αίσθημα, ήρθε σε αντιπαράθεση με την Τοπική και την Κεντρική Εξουσία. Υπό την πίεση ενός ανηλεούς πολέμου από διάφορους παράγοντες και διάφορες συντεχνίες και το έντυπο και το ραδιόφωνο έκλεισαν.

Μετά την απώλεια του «αραμπά» (Δεκέμβριος 1997) ασχολήθηκα με τις επιμέλειες μικρών και μεγάλων εκδόσεων, αλλά και με την παραγωγή μεγάλων διαφημιστικών εκδόσεων, όπως ο «Οδηγός Υγείας Αγρινίου», το «Χαρτογραφικό Ευρετήριο» κ.λ.π. Συγγραφή και επιμέλεια πολλών δεκάδων εκδόσεων Οργανισμών, πολιτικών προσώπων και ιδιωτών, εκδόσεις κάθε μορφής και θεματικής, ενώ βγήκε για εννιά εκδόσεις ένα μικρό περιοδικό, το «Ο.μέγα».

Το 1995 ίδρυσα Εταιρεία με τρεις ακόμα συναδέλφους εκδότες για την δημιουργία κοινού τυπογραφείου των τοπικών εφημερίδων. Η προσπάθεια αυτή (όπως και η παράλληλη προσπάθεια για δημιουργία κοινής Διαφημιστικής Εταιρείας των Τοπικών έντυπων και ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης) δεν ευόδωσε. Ήταν κι αυτό πολύ… πρώιμο για τα δεδομένα της επαρχίας!

Τέλη της δεκαετίας του ’90 ένας φιλόδοξος τότε και ανερχόμενος εκδότης μου ζήτησε να εγκαταλείψω το Αγρίνιο και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, ν’ ασχοληθώ αποκλειστικά με την συγγραφική κι αυτός θ’ αναλάμβανε τα υπόλοιπα, να με κάνει φίρμα, καθώς είπε. Απάντησα ως εξής: “Αν είναι να φύγω από το Αγρίνιο, θα πάω στη Μυρτιά ή στο Παρίσι. Στην Αθήνα δεν έρχομαι”.

Μετά από μία απολύτως πετυχημένη διαφημιστική εργασία μεγάλης κλίμακας το 1998, με πολλές επιτυχίες που αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης μεγάλων διαφημιστικών Εταιρειών της Αθήνας, το 1999 ανέλαβα Ειδικός Σύμβουλος του Δημάρχου Στράτου, όπου δημιούργησα το περιοδικό «Στρατόσφαιρα». Εργάστηκα εκεί για 16 μήνες.

Το περιοδικό «Στρατόσφαιρα» πραγματοποίησε εφτά εκδόσεις και ανέδειξε μεγάλα δημοσιογραφικά θέματα του Ξηρόμερου και του Βάλτου, που έγιναν πανελλήνια θέματα και ασχολήθηκαν με αυτά κατ’ επανάληψη όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια και οι μεγάλες Αθηναϊκές εφημερίδες.

Πρώτο μεγάλο θέμα το βελανιδόδασος του Ξηρομέρου. Η δημοσιότητα του θέματος προκάλεσε την ασχολία του Πανεπιστημίου Αγρινίου, το οποίο χρηματοδοτήθηκε για εξειδικευμένες επιστημονικές εργασίες. Έκτοτε βγήκε ένα περιοδικό στην Αθήνα με θέμα την βελανιδιά, που εκδίδεται ακόμα σήμερα, ενώ οργανώθηκαν πάρα πολλές ημερίδες και διάφορες εκδηλώσεις για το θέμα αυτό, που βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, ενώ εντάχθηκε στον λόγο των πολιτικών εκπροσώπων του Νομού.

Δεύτερο μεγάλο θέμα τα άγρια άλογα του Πεταλά. Που επίσης απασχόλησαν τα Αθηναϊκά έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης, αλλά σταδιοδρόμησαν και σε Ευρωπαϊκά τηλεοπτικά κανάλια, ακόμα και σε μεγάλο Κανάλι της Νέας Υόρκης στην Αμερική. Απασχόλησαν ακόμα και την Ευρωβουλή.

Τα δύο αυτά δημοσιογραφικά θέματα, μαζί με το τρίτο μεγάλο δημοσιογραφικό θέμα της Τριχωνίδας, που ανέδειξαν αποκλειστικά ο «αραμπάς» και, αργότερα, η «Αναγγελία» και το διατήρησαν στην επικαιρότητα για πολλά χρόνια, αποτελούν τις τρεις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές επιτυχίες στην διαδρομή των 16 χρόνων της δημοσιογραφικής μου δουλειάς.

Στο μεταξύ είχαν εκδοθεί και κάποια βιβλία. Δυο ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με χρονογραφήματα, τρία παραμύθια. Εκδόθηκε «το ταξίδι», ενώ στα διάφορα έντυπα δημοσιεύτηκαν μια συλλογή λαϊκών παραμυθιών, μια συλλογή έντεχνων παραμυθιών, διηγήματα, ποιήματα, λαογραφικές καταγραφές, ενώ το αγαπημένο είδος στον γραπτό μου λόγο είναι το χρονογράφημα.

Το Νοέμβριο του 2000 ίδρυσα την «Αναγγελία». Μηνιαία εφημερίδα μικρών αγγελιών. Αρχές του 2002, έκαμα μία απόπειρα να συγκεντρωθούν σ’ ένα μηνιαίο περιοδικό με τίτλο «ΡΕΥΜΑ» 17 δημοσιογράφοι του Αγρινίου και του Νομού, προκειμένου να δημιουργηθεί μία κοινή προσπάθεια αναβάθμισης του τοπικού δημοσιογραφικού λόγου, που θα συναντούσε με νέους όρους το αναγνωστικό κοινό. Το περιοδικό πραγματοποίησε τέσσερις εκδόσεις.

Τον Ιανουάριο του 2003 η «Αναγγελία» γίνεται δεκαπενθήμερη. Τον Οκτώβριο του 2003 γίνεται εβδομαδιαία εφημερίδα με πλήρη, τουλάχιστον για τα τοπικά δεδομένα, δημοσιογραφική ύλη. Τον Δεκέμβριο του 2004 ίδρυσα το περιοδικό «ΑγοράΖην». Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008 που σταμάτησε, πρόλαβε να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό πολλές δεκάδες επιχειρήσεις της περιοχής.

Η «Αναγγελία» είναι η πρώτη εφημερίδα στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας και ειδικότερα στο Αγρίνιο, που κόντρα στον εκδοτικό περίγυρο σήκωσε τον αναγνώστη από τον καναπέ του για να τον οδηγήσει στο περίπτερο και ν’ αγοράσει μια τοπική εφημερίδα, σπάζοντας έτσι τον εθισμό πολλών δεκαετιών, σύμφωνα με τον οποίο η εφημερίδα πάει στο γραφείο ή στο σπίτι χωρίς να είναι κανείς υποχρεωμένος να πληρώσει το αντίτιμο της αξίας της.

Ο πιο τιμητικός τίτλος που έχει δοθεί από τους ίδιους τους αναγνώστες στον εκδότη του «αραμπά» και της «Αναγγελίας» είναι ο τίτλος του «ποιητή της δημοσιογραφίας».

Αρνούμενος παγίως να συμβιβαστώ με την προϊούσα απαξίωση της Πολιτικής (την οποία θεωρώ αρετή) και αναζητώντας πολιτική στέγη ως πολίτης που δεν ήθελε να γίνει πολιτικός, υπήρξα μετά το 2004 μέχρι το 2008, συμβατικός φίλος του ΠαΣοΚ (μόνο τότε που έχασε την διακυβέρνηση της χώρας και πριν την αναλάβει εκ νέου) μαχόμενος, όπως πάντα κριτικά εναντίον του και εναντίον της κυβερνητικής και κάθε άλλης εξουσίας ως δημοσιογράφος, χωρίς (όπως επέβαλλε ο ρόλος μου) να διστάσω ποτέ να έρθω σε δημόσια σύγκρουση με ιστορικούς φίλους μου που κατείχαν δημόσια αξιώματα, πληρώνοντας αγόγγυστα το οικονομικό, μα προπαντός το ψυχικό κόστος που κατ’ επανάληψη και πάντα συνεπαγόταν αυτό.

Το 2010 εκδόθηκε ένας τόμος με τον γενικό τίτλο «Παραμυθόκηπος». Περιέχει πέντε επιμέρους βιβλία για παιδιά: το παραμύθι «η πολιτεία των λουλουδιών», το παραμυθιστόρημα «ο βασιλικός του βασιλιά Βασίλη», μία συλλογή με έντεχνα παραμύθια, μία συλλογή με Αιτωλικά λαϊκά παραμύθια και μία συλλογή με ποιήματα, για παιδιά πάντα.

Είμαι μέλος της Ένωσης Ιδιοκτητών Επαρχιακού Τύπου (Ε.Ι.Ε.Τ.). Ως εκδότης, σε Γενική Συνέλευση της Ε.Ι.Ε.Τ. το 2010 συνόψισα δημοσιευμένες από πολλά χρόνια θέσεις μου και κατέθεσα περιεκτική πρόταση για την εξυγίανση του Τύπου. Κόντρα σε όλους τους εκδότες απ’ όλη την Ελλάδα, ζήτησα να καταργηθούν όλες οι ευνοϊκές διατάξεις του Νόμου, όλες οι κρατικές επιδοτήσεις που συνιστούν εξάρτηση του Τύπου από τους πολιτικούς, ν’ αντικατασταθούν όλα τα προνόμια με μία “επιδότηση αναγνώστη”, ζήτησα να επιδοτούνται απευθείας οι μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου για να διαβάζουν την τοπική εφημερίδα που οι ίδιοι θα επιλέγουν. Το κονδύλι αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί στο Υπουργείο Παιδείας, ως εκπαιδευτικό.

Ως δημοσιογράφος έχω άγραφη αλλά θεσμική υποχρέωση να δηλώνω δημόσια την περιουσιακή μου κατάσταση:

Από 17 ετών, το 1972, επί σαράντα δύο χρόνια (μέχρι σήμερα, το 2014) ζω στο ενοίκιο. Δεν απόχτησα ποτέ ιδιόκτητο σπίτι, ούτε κτηματική ή άλλη περιουσία, πλην μιας γονικής παροχής λίγων εκατοντάδων τ.μ. στη Μυρτιά, που συμπληρώθηκε με αγορά 178 τ.μ.. στην δεκαετία του ’80, πολύ προτού γίνω δημοσιογράφος. Δεν είχα ποτέ και δεν έχω Τραπεζικές καταθέσεις, ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ, δεν απόκτησα ποτέ αυτοκίνητο, δεν μιλάω ξένη γλώσσα, δεν έχω άλλο εισόδημα εκτός απ’ αυτό της καθημερινής δουλειάς μου. Αυτά ως απάντηση στον γενικό αφορισμό ότι «όλοι οι δημοσιογράφοι “τα παίρνουν” από τους πολιτικούς».

Από τα 24 ως τώρα χρόνια της δημοσιογραφικής μου διαδρομής έκαμα περιορισμένη χρήση του δικαιώματος των κρατικών δημοσιεύσεων: Μόνο για 6 χρόνια! Διακηρύξεις έργων που είχε η εφημερίδα μου, τις απεμπόλησα με δική μου απόφαση και δημόσια δήλωση το 2012, διαμαρτυρόμενος για τις διάφορες μορφές εξάρτησης του Τύπου από την Τοπική και την Κεντρική Πολιτική Εξουσία.

Αφήστε το σχόλιό σας...