Η αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ

Η ακούσια αυτοδιάλυση του βασικού ενόχου της Μεταπολίτευσης δεν ελευθερώνει πολιτικό χώρο

Η κρίση και οι σεισμικές εξελίξεις στο ΠαΣοΚ μας θύμισαν ένα προφητικό άρθρο δημοσιευμένο στην «Αναγγελία» τον Δεκέμβριο του 2002. Είχε ως αφορμή του ένα άρθρο του Κώστα Λαλιώτη στα «Νέα» (26/10/2002) που έθετε το ζήτημα της κεντροαριστεράς. Διαφωνώντας με το επιφανές τότε στέλεχος του ΠαΣοΚ που για μιαν ακόμα φορά ζητούσε υποκριτικά διάλογο με την αριστερά, γράφαμε τα εξής επίκαιρα:

“Δεν μας συγκινούν τα κουκιά που (με τον διάλογο αυτό) προστίθενται. Μας ενδιαφέρει να συγκινηθεί ξανά ο λαός και να συμμετέχει ενεργά στα πολιτικά δρώμενα. Μας ενδιαφέρει η αναγέννηση του πολιτικού λόγου και η απαλλαγή του από τις αγκυλώσεις μιας νέας διοικητικής κάστας που αναδείχτηκε σ’ αυτή την διεργασία των δύο τελευταίων δεκαετιών. Για να κάνει αλλαγή στην κοινωνία το ΠαΣοΚ, πρέπει τώρα να κάνει πριν απ’ όλα αλλαγή της αλλαγής. Πρέπει ν’ αποδείξει ότι δεν έχει απομακρυνθεί από την λαϊκή του βάση και ότι επίσης μπορεί ακόμα ν’ αφουγκράζεται τον παλμό και τον ψίθυρο των περιθωριοποιημένων πια πολιτών. Πρέπει να παιδαγωγήσει νέα στελέχη που θα διαδεχθούν την γερασμένη γενιά των σημερινών αξιωματούχων. Αλλά φαίνεται ότι το ΠαΣοΚ έχει στερηθεί τη λαϊκή σοφία που φροντίζει για τη διάδοχη κατάσταση. Το κίνημα που συγκίνησε κάποτε το λαό, είναι στείρο. Δε γεννά. Δεν ερωτεύεται και δεν παντρεύεται. Σαν ένας νεόπλουτος γαμπρός επιζητά προγαμιαία συμβόλαια για να είναι εξασφαλισμένο στο βέβαιο αυριανό διαζύγιο με τον ΣΥΝασπισμό…. Αν υπάρχει κάτι που έχει αξία να γίνει, είναι να διαλυθεί το ΠαΣοΚ εγκαίρως εις τα εξ ων συνετέθη. Να πεθάνει. Και αμέσως στη θέση του να γεννηθεί νέο κίνημα, με νέο όνομα, που θ’ αντιμετωπίζει όλα τα νέα μέλη του ως ισότιμα. Μιλάμε για μηδενική βάση”.

Και το άρθρο εκείνο κατέληγε με την εξής υπόμνηση: “Το σημερινό ΠαΣοΚ χρειάζεται ακριβώς εκείνο που έκαμε ο Καραμανλής, όταν στη θέση της ΕΡΕ, τοποθέτησε ευφυώς τη Νέα Δημοκρατία”.

Αυτά γράφονταν το 2002… Πόσο νωρίτερα, πόσο καθαρότερα, πόσο οξύτερα έπρεπε να μιλήσει κανείς άραγε, πόσο καλύτερα έπρεπε να προειδοποιήσει δημόσια για τα πολιτικά μελλούμενα; Πόσο μεγαλύτερη σαφήνεια χρειαζόταν για να τοποθετήσει κανείς τον εαυτό του μέσα στο ένοχο τότε πολιτικό σκηνικό, ώστε να μην ταξινομείται από την Κοινή Γνώμη μαζί με όλους εκείνους τους ευωχούμενους που πήγαιναν με το ρεύμα, βολεύονταν οικονομικώς και κοινωνικώς και περνούσαν ζωή χαρισάμενη;

Για κείνους (και δεν ήταν λίγοι) που τότε πέταγαν στα μούτρα σου το αξίωμα ότι τάχα «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», ότι κάθε άλλη στάση συνιστά ιδεαλισμό και ουτοπία, ε, ας διατυπωθεί πλέον το ερώτημα: Ήταν ή δεν ήταν ρεαλισμός οι διαπιστώσεις για το μέλλον του (κυρίαρχου τότε) ΠαΣοΚ; Κι αν δεν ήταν τότε κατανοητός αυτός ο ρεαλισμός, τι στο διάολο είναι το 2012 που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά;

Το συμπέρασμα είναι ότι απέτυχαν οι ελεύθερες ιδέες. Απέτυχαν οι Ελληνικές ιδέες. Και απέτυχαν, επειδή κυριάρχησαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης οι αριστερές, οι κεντροαριστερές, οι δεξιές, οι κεντροδεξιές, οι αριστεροδέξιες ιδέες. ΑΥΤΟ και μόνο αυτό ήταν (και είναι) το πρόβλημα.

Όταν το ΠαΣοΚ συνάντησε τη διανόηση, όπως το επεδίωκε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, δεν το έκαμε για να γονιμοποιηθεί απ’ αυτήν, το ΠαΣοΚ της εξουσίας συνάντησε τη διανόηση για να την εξαγοράσει, να την διαφθείρει, έτσι την εξουδετέρωσε, προκάλεσε μια ξηρασία στη χώρα, αποτέλεσμα ήταν μια γενοκτονία του έθνους, γενοκτονία του πνεύματος. Και δεν ήταν το μόνο ατόπημα. Οι επιδοτήσεις διέφθειραν τους αγρότες, διέλυσαν την παραγωγή, τα επιδοτούμενα προγράμματα διέφθειραν τους πανεπιστημιακούς, το όραμα για μια θεσούλα στο Δημόσιο μόλυνε την Παιδεία, νάρκωσε τη νεολαία. Οι σπάταλες χορηγήσεις διέφθειραν τους δημιουργούς στα Γράμματα και την Τέχνη, επικράτησε ως Πολιτισμός το καρακατσουλιό και θάβονταν ζωντανοί οι αληθινοί εργάτες του πνεύματος. Γιατί νομίζετε δεν γράφονται πια καλά βιβλία; Γιατί δεν γράφονται θεατρικά έργα; Γιατί δεν γράφονται καλά τραγούδια; Δεν γράφονται, διότι μούχλιασαν τα επιδοτούμενα μυαλά των δημιουργών, μούχλιασε και το επιδοτούμενο κοινό τους.

 

Για το απερχόμενο πολιτικό σύστημα απαιτείται η εξής σημείωση: Όταν οι κομματικές ηγεσίες αποκόπτονται από τη ρίζα τους και παύουν να εμπιστεύονται το λαό, μετατρέπονται σε θλιβερές καρικατούρες της δημόσιας ζωής, όταν τυχαίνει δε να κυβερνούν κιόλας, μετατρέπονται σε δικτατορίες με δημοκρατικό μανδύα. Καθήκον τότε του Δημοκράτη είναι με κάθε τρόπο να τις ανατρέψει, ακόμα κι αν τις υπηρέτησε πιστά, σα να ήταν η μεγάλη του οικογένεια. Τη στιγμή που συνειδητοποιεί το είναι του, δε μπορεί να πειθαρχεί ούτε στην ενοχή, ούτε στην αντίφαση, οφείλει να διακηρύξει την έγερση που φούντωσε μέσα του.

 

Στην πολιτική δεν υπάρχει παρθενογένεση. Από την άλλη, το καθάρισμα των στάβλων του Αυγεία δεν μπορούν να το κάνουν τα υπάρχοντα δεξιά ή αριστερά κόμματα, ούτε οι κεντροδεξιές ή οι κεντροαριστερές μεταμορφώσεις τους. Για την εκκίνηση του εγχειρήματος χρειάζονται λοιπόν (αντί όλων των τωρινών κομμάτων) κάποια πολιτικά πρόσωπα από το τωρινό πολιτικό σκηνικό, όσα μπορεί να διακρίνει κανείς ως αμόλυντα ή νέα, δυνάμενα να σηκώσουν το βάρος της αυτοανατροπής του πολιτικού συστήματος, όσο και του εαυτού τους. Η ανανέωση της πολιτικής ζωής για την επόμενη μέρα της Ελλάδας αφορά κυρίαρχα την απενοχοποίηση της Πολιτικής, η οποία πρέπει να ξαναβρεί επειγόντως την Αριστοτελική έννοιά της. Ο ενεργός πολίτης χρειάζεται για το έργο του να δράσει θετικά, όχι απολογητικά, δεν μπορεί να γίνει αυτός απολογητής του συστήματος. Ο πολίτης που θ’ ασχοληθεί τώρα με την πολιτική, διεκδικεί κατά πρώτον την απογαλακτισμό του από τα κόμματα αυτά. Είναι «η γέννηση του τζίτζικα». Είναι ο Φυσικός Νόμος. Όπως τα παιδιά που φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους. Η Ελευθερία δεν κατακτιέται μόνο «με αρετήν και τόλμην», όπως λέει ο ποιητής, αλλά και με αίμα, καθώς λέει η Ιστορία, με πόνο. Αν είναι να βρούμε την ελευθερία μας, δεν πειράζει ν’ αδικήσουμε όσο χρειαστεί και τη «γενιά του Πολυτεχνείου» που ήταν η πολιτική τροφός των νεότερων γενεών. Η Ιστορία θα της αποδώσει τα δέοντα. Η νέα πολιτική γενιά διεκδικεί την πολιτική της αθωότητα, την προηγούμενη και την επόμενη πολιτική της αθωότητα.

Η Μεταπολυτεχνειακή γενιά καλείται από την Εποχή να πάψει να είναι λακές της προηγούμενης πολιτικής γενιάς και ταυτόχρονα καλείται να γίνει μέντορας της επόμενης. Το έλλειμμα της γνώσης και της εμπειρίας που χρειάζεται για την ιδρυτική και δημιουργική αυτή διαδικασία μπορεί ν’ αναπληρωθεί θετικά μελετώντας την Ιστορία. Να έχουμε όμως κατά νου, ότι: Οι μεταπολυτεχνειακές γενιές δεν διδάχτηκαν ποτέ τη μέθοδο να παράγουν πολιτική σκέψη. Μαζί με την κατεδάφιση της γεωργικής παραγωγής συνέβη νομοτελειακά και η κατεδάφιση της πολιτικής παραγωγής, ταυτόσημα δε και της πολιτιστικής παραγωγής. Οι γενιές που αντρώθηκαν στη διάρκεια της αφασικής Μεταπολίτευσης, έμαθαν να σκέφτονται και να επικοινωνούν μόνο με συνθήματα, μόνο με σλόγκαν, μόνο με τη λογική της τηλεοπτικής διαφήμισης και να συγχρονίζονται με τις αναλύσεις του «Δελτίου των οχτώ». Τώρα δε μπορούν να γράψουν ένα βιβλίο της προκοπής, ούτε να διαβάσουν ένα βιβλίο που επιμένει στην παράθεση λογικών επιχειρημάτων, δεν έχουν ιδέα ποια είναι και πώς λειτουργεί η Διαλεκτική. Πνευματικά είναι μια απαίδευτη γενιά, θα χρειαστεί μεγάλη και κοπιώδης διαδρομή για ν’ αποκατασταθεί η πολιτισμική ισορροπία που διεταράχθη.

Για τη Μεταπολυτεχνειακή γενιά η ένταξη του νεολαίου στο ΠαΣοΚ ερχόταν στην καρδιά της ως έκφραση ευλάβειας για τη θρυλική «γενιά του Πολυτεχνείου», είχε τον αέρα της γνήσιας επαναστατικής διαδικασίας. Όταν κατηχημένα παιδιά προσχωρούσαν στις τάξεις του οι σημερινοί σαραντάρηδες και κάτω, δεν είχαν τα εφόδια να διακρίνουν τον ευρύτερο χαρακτήρα του ιδεολογικού πλαισίου που είχε θέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, όλα τα κινούσε ο υπέρτατος μύθος. Είναι σε μεγάλο βαθμό άδικο να ταξινομούνται οι νέες γενιές των οπαδών του ΠαΣοΚ στην ομάδα των βολεμένων και των ενόχων. Διότι, όταν άρχισαν να υποψιάζονται την αλήθεια, χρειάζονταν από τεχνικής απόψεως ένα κορυφαίο γεγονός για ν’ αναθεωρήσουν πειστικά προς τα έξω την πολιτική τους στάση. Ένα τέτοιο κορυφαίο γεγονός είναι η οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 και κορυφώνεται το 2012.

 

Μόλις το ΠαΣοΚ ανέλαβε την εξουσία το 1981, εξαγόρασε τις λαϊκές μάζες με χρήματα που το Δημόσιο Ταμείο δεν είχε και, επειδή δεν είχε, επιδόθηκε σε έναν άκρατο εξωτερικό δανεισμό, εξ αιτίας του οποίου το 2010 η Ελλάδα έχασε την εθνική της ανεξαρτησία, την οποία σημειωτέον το ΠαΣοΚ κάποτε είχε σημαία! Για να φτάσει εκεί, διέφθειρε τη διανόηση και τον Τύπο, υποβάθμισε την πολιτική, δημιούργησε μία νέα κάστα αεριτζήδων, ξεκοκάλισε τα ευρωπαϊκά πακέτα για την ανάπτυξη (τρισεκατομμύρια δραχμές) αποπροσανατόλισε και τελικά ευνούχισε τη νεολαία. Κατακερμάτισε τη Διοίκηση, έχρισε τυραννίσκο του πολίτη κάθε δημόσιο υπάλληλο, ερήμωσε την ύπαιθρο, κατεδάφισε την γεωργική παραγωγή, διέλυσε τη βιομηχανία, ενοχοποίησε το επιχειρείν, αποθράσυνε τον συνδικαλισμό, εξάρθρωσε ό,τι έμεινε όρθιο. Και όλα αυτά… για να εξουδετερώσει την αριστερά! Εκ του αποτελέσματος μοιάζει να υπάκουε σε ανιστόρητες εντολές, τις ίδιες εκείνες εντολές που επέβαλλαν δικτατορία στην Ελλάδα το 1967, για τον ίδιο λόγο! Απόπειρα όμως που οδήγησε αναπόφευκτα σε ένα κενό περιεχομένου και άθλιο πολιτικό σύστημα. Η εναντίωση του λαού σε αυτό και η τυφλή εκδίκηση που απαίτησε το 2011, γέννησε και γιγάντωσε τη Χρυσή Αυγή το 2012.

 

Η επανίδρυση του ΠαΣοΚ έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού για να στεγάσει τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν βγει στο περιθώριο, κυρίως όμως για να στεγάσει τις διάδοχες πολιτικές γενιές. Δεν έγινε αυτό. Και δε μπορεί να γίνει πλέον. Η ακατανόητη εμμονή των εκάστοτε ηγετικών του ομάδων σε αναχρονιστικές λογικές θάβει ζωντανή τη νέα γενιά των πολιτικών, την τωρινή και την επόμενη. Οι συντηρητικές δυνάμεις του κόμματος υπερασπίζονται έναν φθαρμένο μύθο, απεχθή στη νεολαία της χώρας (πώς να το αγνοήσουμε αυτό;) οδηγούν το κόμμα και τη χώρα στην αγκάλη της Ιστορικής νομοτέλειας, στον εφιάλτη των πολιτικών άκρων.

Ένας φθαρμένος μύθος. Η «γενιά του Πολυτεχνείου». Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη του 1974. Ας κάνει ο καθένας έναν κόπο να διαβάσει σήμερα την θρυλική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη… Θα διαπιστώσει ότι δεν ισχύει τίποτε από κείνα τα παχιά λόγια, δεν ίσχυσε ποτέ τίποτα, θα κατανοήσει αμέσως ότι οι περίφημες Αρχές του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος που τάχα ενέπνευσαν γενιές αγωνιστών του σοσιαλισμού, είναι σκέτες μπαρούφες, ένας κραυγαλέος αναχρονισμός, ούτε μία φράση δεν αντέχει στο σήμερα. Ποιος εχέφρων άνθρωπος περιμένει σε τέτοιους καιρούς να εμπνέονται οι νέοι απ’ αυτές τις πολιτικές παλιατζούρες; Ποιος επιμένει να μιλάει ακόμα για προοδευτικές ή για δημοκρατικές δυνάμεις; Ποιος απαιτεί σεβασμό σε τόσο κούφιους μύθους; Κάθε σοβαρός άνθρωπος θλίβεται που έζησαν επί τέσσερις δεκαετίες τα πλήθη πιπιλίζοντας τόσο άνοστες καραμέλες. Άριστα κάνουν οι νέοι και ρίχνουν συγυρισμένα φάσκελα στις δήθεν αξίες που ενέπνευσαν τη «γενιά του Πολυτεχνείου», αξίες που οι περισσότεροι από δέος ακολούθησαν υπνωτισμένοι. Όποιος αμφιβάλλει για το «κατηγορώ» των σημερινών νέων, ας ρίξει μια απλή ματιά στο θρυλικό εκείνο κείμενο, για το οποίο κάποιοι ανατριχιάζουν ακόμα στη θύμησή του. Θα διαπιστώσει τα ουρανομήκη ψέματα με τα οποία η νομενκλατούρα κορόιδεψε το λαό, με τα οποία εμείς οι ίδιοι κοροϊδέψαμε τους εαυτούς μας, και συρθήκαμε άβουλοι σε μια ιστορική αυταπάτη, η οποία σήμερα κοστίζει στη χώρα την εθνική ανεξαρτησία της…

 

Η νέα Ελλάδα δε μπορεί να δώσει συγχωροχάρτι στους πολιτικούς και στα στελέχη της Διοίκησης που στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης πλούτησαν σε βάρος του Ελληνικού λαού. Είναι θέμα Αρχής. Πρέπει να κληθούν άπαντες να δικαιολογήσουν επαρκώς την κινητή και την ακίνητη περιουσία που απόχτησαν. Για τις περιπτώσεις που η Δικαιοσύνη αποδείξει ότι ο πλουτισμός έγινε, επειδή δεν πληρώθηκαν φόροι ή επειδή υπήρξε διασπάθιση του δημοσίου χρήματος ή έγινε καταπάτηση δημόσιας περιουσίας, ο Νόμος πρέπει να είναι αμείλικτος. Δεν αρκεί η φυλάκιση των επιόρκων. Όποιος έκλεψε το Δημόσιο Ταμείο, πολιτικός ή πολίτης, στέλεχος της Διοίκησης ή ιδιώτης, δεν αρκεί να τιμωρηθεί παραδειγματικά, πρέπει να γίνει και άμεση ΔΗΜΕΥΣΗ της περιουσίας του. Διότι γνωρίζουμε καλά πια την αλήθεια, θα δανειστούμε εδώ την διατύπωση του δημοσιογράφου Αθανάσιου Παπανδρόπουλου για να την υπηρετήσουμε: «Το Ελληνικό Δημόσιο Χρέος είναι το γνήσιο προϊόν της καταληστεύσεως του δημοσίου πλούτου από συντεχνίες, συνεταιρισμούς, συνδικαλιστικά σωματεία, δημόσιες επιχειρήσεις και κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες».

Η συναλλαγή των πολιτών και των πολιτικών, η ανταλλαγή της ψήφου με κάποιο ρουσφέτι, τελείωσε, το πελατειακό κράτος κατεδαφίστηκε. Τελείωσαν μαζί του και τα μεγάλα κόμματα. Δεν θα ξαναζήσουμε «στιγμές θριάμβου». Τα «κόμματα εξουσίας» στήριζαν την εκλογική ισχύ τους σ’ αυτό το απαίσιο στοιχείο της δημόσιας ζωής: Τη συναλλαγή. Αυτή ήταν η βάση της διαφθοράς και της εξαθλίωσης του λαού.

Η κρίση έφερε αυτό το μεγάλο καλό: Στο εξής θα έχουμε κυβερνητικές συμπράξεις μικρών, μικρότερων ή μεγαλύτερων υγιών, εν πολλοίς, κομμάτων. Η εξέλιξη αυτή θ’ απελευθερώσει τον πολιτικό λόγο, θα δημιουργήσει μία κουλτούρα συμμαχιών, άγνωστη μέχρι τώρα. Η Νέα Πολιτική αντίληψη εντάσσει οργανικά στη δομή της την ιδέα των κυβερνητικών συνεργασιών, με στόχο την ανεμπόδιστη κυβερνησιμότητα της χώρας. Το κάθε κόμμα θα μπορεί να διατηρεί την ευδιάκριτη φυσιογνωμία του, να καλλιεργεί την ταυτότητά του, την ίδια στιγμή που θα συμπράττει με ένα άλλο πάνω σε ένα προσυμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό και απαιτείται νέος Εκλογικός Νόμος. Και απλή αναλογική. Οι δε ηγεσίες των κομμάτων δεν είναι λογικό να σύρονται απρόθυμες σε κυβερνητικές συνεργασίες, πρέπει να είναι «έτοιμες από καιρό» γι’ αυτές.

 

Να πώς μπορεί ν’ απολογηθεί ο εκπρόσωπος της Μεταπολυτεχνειακής γενιάς, ιδού ένα υπόδειγμα δημόσιου λόγου, δανειζόμαστε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να διατυπώσουμε αυτό το μονόλογο που απαιτούμε πλέον από τους νέους πολιτικούς:

Ασπαστήκαμε παιδιά το εικόνισμα του Πολυτεχνείου, βυθιστήκαμε ολότελα μεθυσμένοι στο μύθο του, αντρωθήκαμε πολιτικά με τις ιδέες του σοσιαλισμού και του «τρίτου δρόμου», από πατριαρχικό σεβασμό δεν αμφισβητήσαμε τίποτα, εκπαιδευτήκαμε φιλοσοφικά με τις βεβαιότητες της Μεταπολίτευσης. Κι έτσι δε γνωρίσαμε ποτέ τη γοητεία της αμφισβήτησης, γίναμε στατικοί, στάσιμοι, ανοήτως ασφαλείς, «παγώσαμε» την εικόνα της χώρας, μετατρέψαμε σε πολιτισμική αξία την στερεοτυπία, μείναμε αδιάφοροι στην πνευματική και την επαγγελματική αναζήτηση της νεολαίας, εξουδετερώσαμε τα ανήσυχα πνεύματα που αντιστέκονταν, διδαχτήκαμε μόνο δικαιώματα, δεν ακούσαμε ποτέ για υποχρεώσεις και καθήκοντα, έτσι χάσαμε τα προαπαιτούμενα της διαχρονικής δημιουργίας, με την ανεπίτρεπτη άγνοιά μας επιτρέψαμε την εμφάνιση των ιστορικών εξισώσεων και βιώνουμε σήμερα τις εφιαλτικές νομοτέλειες των άκρων στα δεξιά μας και στ’ αριστερά μας.

Χρειαζόμαστε στον καιρό μας επειγόντως την ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ που δεν μάθαμε ν’ απολαμβάνουμε ούτε καν ως παιδικό παιχνίδι, η γενιά μας γαλουχήθηκε με πολιτικό στόμφο, εμείς εκθρέψαμε την αλαζονεία της εξουσίας, επιβάλλαμε έναν αξιακό πολιτισμό που καταβρόχθισε όλες τις Ελληνικές αξίες. Θα ενσταλάξουμε στη νεολαία την πολιτική αξία της αμφισβήτησης για να δημιουργηθεί στη νέα πολιτική γενιά (στη δική μας και την επόμενη) ένα υγιές ρεύμα πολιτικής σκέψης, ικανό ν’ ανατρέψει τα δόγματα και τις έξεις, τις εμμονές και τις αγκυλώσεις, να καθαρίσει την κόπρο από τους στάβλους του Αυγεία, να διεκδικήσει ο λαός τα κλεμμένα.

Από δω ξεκινάμε: Από την αμφισβήτηση του Πολιτικού συστήματος. Την αμφισβήτηση της Μεταπολίτευσης. Την αμφισβήτηση της «γενιάς του Πολυτεχνείου». Την αμφισβήτηση του ΠαΣοΚ. Την αμφισβήτηση του εαυτού μας, την αμφισβήτηση της ατομικής και της συλλογικής μας πορείας. Για τον Νέο Πολιτικό Λόγο αναζητούμε νέο υλικό, επειδή το δικό μας ανήκει πια στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας». Εμείς είμαστε απλά η ζύμη για να γίνει το ψωμί της μελλοντικής κοινωνίας. Διεκδικούμε αυτό το ρόλο με τη σκέψη ότι στην Πολιτική δεν υπάρχει παρθενογένεση.

Τώρα ανήκει σ’ εμάς η πρωτοβουλία για τη σύσταση του νέου ρεύματος σκέψης που θα γονιμοποιήσει το νέο Πολιτικό αφήγημα. Είναι το ζητούμενο της δικής μας γενιάς, η οποία μέχρι σήμερα δεν κατέθεσε στην Ελληνική κοινωνία παρά μονάχα όρκους αφοσίωσης στην προηγούμενη πολιτική γενιά. Μόλις συνειδητοποιήσαμε ότι όλο τον προηγούμενο καιρό ήμασταν περίπου γυμνοί, σχεδόν άδειοι, συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά ότι δεν υπηρετούσαμε μόνο τις θετικότητες μιας εποχής, αλλά και τις αρνητικότητες ενός φθαρμένου πια ιδεολογήματος που έψαχνε τη λύτρωσή του μ’ έναν ιστορικό θάνατο.

Γίναμε θύματα των εμμονών και των στρεβλώσεων. Αγνοήσαμε τις προειδοποιητικές φωνές των ανυπόταχτων, εξορίσαμε σε αόρατα ξερονήσια τους στοχαστές, απαξιώσαμε τους αμφισβητίες, τους παραδώσαμε στον όχλο με την ετικέτα του ιδιόμορφου, μαζί μ’ αυτούς όμως χάσαμε την συνείδησή μας, στερήσαμε από τον τόπο τις διάδοχες πολιτικές γενιές.

 

Αλλά δεν είναι μόνο η Μεταπολίτευση το πρόβλημα, δεν είναι μόνο το ΠαΣοΚ. Η ρίζα του κακού ενυπάρχει σ’ αυτή τούτη την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έγινε το 1824 ανάμεσα στους ήρωες της Επανάστασης του 1821, έγινε για το ποιος θα τσεπώσει το πρώτο δάνειο της νεοσύστατης Πολιτείας. Το πρόβλημά μας είναι λοιπόν διαχρονικό. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη γνώση της Ιστορίας: Για να κατανοήσουμε τον πολιτισμικό μηχανισμό που κρατάει μόνιμα στον πάτο αυτό το κράτος. Για να ερμηνεύσουμε τα αισθήματά μας. Συνδέσαμε (για παράδειγμα) την περηφάνια του Ελληνικού λαού ανοήτως με την απαξίωση της εργασίας, με την συνθηματική άρνηση της δεκαετίας του ’80 να γίνουμε «γκαρσόνια της Ευρώπης» κι έτσι βάλαμε δυναμίτη στα θεμέλια της Τουριστικής Βιομηχανίας μας. Στο όνομα μιας μικροαστικής φαντασίωσης…

Είναι καιρός ν’ απαντήσουμε στο διπλό ερώτημα: Ποιοι είμαστε και τι θέλουμε; Είναι καιρός να σκεφτούμε ως Έλληνες, απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, όχι, όπως μέχρι τώρα, ως απόγονοι του Αδάμ και της Εύας…

Αναγγελία 2011

Σχολιάστε

Filed under ΑΡΘΡΑ για το ΚΕΝΤΡΟ

Αφήστε το σχόλιό σας...