Το επιχειρείν

Η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί πάγωμα υποχρεώσεων της Αγοράς

Σε άρθρο μας στην «Αναγγελία» τον Δεκέμβριο του 2002, ακριβώς δέκα χρόνια νωρίτερα, με τίτλο «το κύκνειο άσμα των μικρών επιχειρήσεων», όταν κανείς από τους πολιτικούς και κανείς από τους οικονομολόγους δεν έθετε τέτοια επώδυνα ζητήματα για διαβούλευση, προβλέψαμε την καθίζηση και τη συρρίκνωση της Αγοράς, όπως ακριβώς εκδηλώθηκε στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης το 2012. Γράφαμε επί λέξει, το 2002:

“… Τα μικρομάγαζα θα χαθούν. Η Αγορά συγκεντρώνεται. Είμαστε ήδη μέσα στη δίνη των μεγάλων γεγονότων και δεν το βλέπουμε. Οι καταστηματάρχες που αγωνίζονται να σώσουν τη μικρή τους επιχείρηση, ΔΕΝ θα το πετύχουν. Όσο γρηγορότερα κλείσουν, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς, επειδή, εκτός της ανεργίας, θα έχουν μετά και τα χρέη από τη μάταιη προσπάθεια της διάσωσης…”

“… Οι μαγαζάτορες… με μαθηματική ακρίβεια οδηγούνται στην πτώχευση. Όχι γιατί δεν υπάρχουν πελάτες. Όχι γιατί δεν υπάρχει χρήμα. Όχι γιατί έκαμαν κάποιο λάθος οι ίδιοι. Όχι γιατί δεν είναι καλοί επαγγελματίες. Υπάρχει κάτι άλλο, πέρα από τις δυνάμεις τους, πέρα από τις προθέσεις της κυβέρνησης, πέρα από τις δυνατότητες της πολιτικής βούλησης, πέρα από την καλή ή την κακή διαχείριση της κεντρικής και της τοπικής εξουσίας: Η Αγορά περνάει από το μικρό στο μεγάλο. Συγκεντρώνεται. Φεύγουν οι πολλοί κι έρχονται οι λίγοι. Οι πολλοί θα μείνουν απλά καταναλωτές. Οι λίγοι θα γίνουν καταναλωτές των καταναλωτών. Αυτή η μετάλλαξη της Αγοράς από το μικρό στο μεγάλο θα σημάνει την απαρχή μιας νέας εποχής, στην οποία το πλήθος θα υπηρετεί την οικονομική κάστα…”

“… Το μέλλον της ανθρωπότητας θ’ αναζητηθεί στις μικρές κοινωνίες. Η επιστροφή στην οικιακή μικροοικονομία. Η επιστροφή του πλήθους στην πρωτογένεια της οικονομίας. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Για το πλήθος δεν υπάρχει άλλος δρόμος…”

“… Η μόρφωση των παιδιών θα επιστρέψει ως δυνατότητα των ολίγων. Όχι των αστών, που είναι σήμερα, αλλά των λίγων. Εκείνων τουλάχιστον που για μια μικρή περίοδο της ζωής τους θα τους χρειάζεται το σύστημα. Το σύστημα δεν θέλει κανέναν εφ’ όρου ζωής. Θα παίρνει ό,τι καλύτερο έχει το άτομο, θα το μασά και μετά θα το φτύνει. Θα το αντικαθιστά με κάτι άλλο. Οι άνθρωποι θα γίνουν καταναλωτικά προϊόντα. Θα γίνουν ένας χυλός, μία μάζα και στα κιτάπια του συστήματος θα εξισωθούν με τα προϊόντα που θα παράγουν…”

“… Μη χρεώνεστε περισσότερο. Μην ακούτε τις στρογγυλές κουβέντες των πολιτικών. Δεν υπάρχει ελπίδα να σώσετε τη μικρή σας επιχείρηση. Κάντε κάτι και γρήγορα. Κάντε κάτι άλλο. Όχι πάντως νέο μαγαζί. Μην ψάχνετε για διορισμό στο Δημόσιο. Πάει κι αυτό. Τελείωσε. Μην ψάχνετε γενικώς και αορίστως για δουλειά. Δεν υπάρχει…”

“… Τι θα κάνουμε; Μακάρι να ήξερα να σας πω. Από απελπισία, θα έλεγα, μετακομίστε στο χωριό απ’ όπου φύγατε, φτιάξτε προσωρινά τον κήπο σας, φτιάξτε κοτέτσι, πάρτε κουνέλια, γίδες, κλαδέψτε το λιοστάσι, για να έχετε τουλάχιστον φαγητό και στέγη. Ξεψαχνίστε τη γιαγιά πώς παστώνουν τα λουκάνικα και κάνουν τοματοπολτό, πώς μαζεύουν σπόρια για να κάνουν και την άλλη χρονιά τον κήπο. Προσωρινά πάντα. Όσο για το φροντιστήριο των παιδιών; Δεν θα σας πω τίποτα γι’ αυτό. Δεν τολμώ να πω αυτή την πικρή αλήθεια. Α, με την ευκαιρία, βάλτε τη γιαγιά να σας πει και κάνα παραμύθι. Να σας το πει και να το μάθετε. Να το λέτε κι εσείς. Θα χρειαστεί τις κρύες νύχτες του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι…”

Πόσο πιο καθαρά έπρεπε να μιλήσει κανείς άραγε, πόσο καλύτερα έπρεπε να προειδοποιήσει δημόσια για τα μελλούμενα; Ποιος αδικημένος έχει δικαίωμα να μιλάει σήμερα με γεμάτο στόμα και να λέει ότι κανείς πολιτικός ή δημοσιογράφος δεν είχε την ικανότητα να προβλέψει ή την εντιμότητα να ειδοποιήσει για τα δεινά που έρχονταν; Πώς μπορεί να λέει ότι «οι δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι και δε γράφουν την αλήθεια»; Οι ειδοποιήσεις έγιναν! Το πιο πάνω κείμενο (και δεν είναι το μόνο) δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια πριν από την κρίση. Κανείς όμως δεν άκουγε… Δεν ήθελε ν’ ακούσει. Ήταν όλοι ήσυχοι μέσα στην άνεση και τη βολή, χαμένοι σε μια ατέλειωτη νιρβάνα. Κανείς λοιπόν δεν έχει τώρα δικαίωμα να μιλάει για κρεμάλες των προδοτών στο Σύνταγμα ή να λοιδορεί τους δημοσιογράφους που «τα έπαιρναν» και σιωπούσαν, κρύβοντας τάχα την αλήθεια από το λαό… Δεν άκουγε κανείς κανέναν, επειδή (με εφαρμογή μακρόπνοου σχεδίου σκοτεινών κέντρων ελέγχου ή από απλή συλλογική αμέλεια) είχε προηγηθεί και ολοκληρωθεί η απαξίωση τόσο της Πολιτικής, όσο και της δημοσιογραφίας…

 

Η πραγματικότητα που βιώνουμε, είναι απίστευτη. Είναι δε τόσο καταρρακωμένη η αυτοπεποίθηση του λαού, που προκαλεί καγχασμό σε κάθε πολίτη κάθε πατριωτική διακήρυξη ότι «θα εργαστούμε για να φτιάξουμε την Ελλάδα σύγχρονο κράτος», επειδή η πιο μικρή, η πιο ασήμαντη κίνηση για την ίδρυση ή τη λειτουργία μιας μικρής επιχείρησης, ας πούμε, προσκρούει απανωτά πάνω σε αόρατους τοίχους, η υπερπήδηση των οποίων συνιστά αναπόφευκτη εμπλοκή σ’ ένα απέραντο δίχτυ παραβάσεων και αθεράπευτων ανωμαλιών.

Η επιχειρηματικότητα στο σημερινό Ελληνικό κράτος ισοδυναμεί με θεολογική ενοχή, ο άγιος Πέτρος της επίγειας ζωής στην Ελλάδα μοιάζει να τιμώρησε διαπαντός τους επιχειρηματίες, τους έριξε στα καζάνια της κόλασης, εν αντιθέσει με τους πελάτες των συνδικαλιστών που με την υπαλληλική τους ιδιότητα απολαμβάνουν τον μικροαστικό τους παράδεισο. Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης οι εκλεγμένοι από τους εργαζόμενους συνδικαλιστές πολιτεύτηκαν χειρότερα κι από τους εκλεγμένους του κοινοβουλίου. Ύστερ’ απ’ ό,τι συνέβη και συσσωρεύτηκε στην Αγορά τα τελευταία τριάντα χρόνια, η μικρή και η μικρομεσαία επιχείρηση (ανελεύθερη, μίζερη) παγιδεύεται στην πολυδαίδαλη διοίκηση και στην πολυπλόκαμη γραφειοκρατία. Ο μεγαλύτερος χρόνος της ημέρας, ο μεγαλύτερος μόχθος του εργοδότη, το μεγαλύτερο κόστος της επιχείρησης δεν αφορά την παραγωγή, ούτε τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών, άρα και των θέσεων εργασίας, δεν αφορά την κερδοφορία, ούτε το αποθεματικό της, αφορά την καθημερινή ψυχοφθόρα επαφή της με την αναίσθητη και άβουλη διοίκηση. Η μικρή επιχείρηση χρειάζεται έναν αποκλειστικό λογιστή πλήρους απασχόλησης, ικανό να βρίσκει «παραθυράκια», επιτήδειο στην απόκρυψη οικονομικών γεγονότων. Δεν είναι μόνο αντιοικονομικό ή αντιοικονομικό, είναι αποτρόπαιο. Ο επιχειρηματίας στην Ελλάδα είναι ένα τρελαμένο ον, διότι από το μεν κράτος θεωρείται a priori λωποδύτης, από δε τους εργαζόμενους εκμεταλλευτής. Αυτή η διττή ιδεοληπτική δίωξη του επιχειρείν είναι αποτέλεσμα της αριστερής θεολογίας που διαπότισε τον εθνικό κορμό μέσω του τυφλού συνδικαλισμού. Πρέπει να σταματήσει. Είναι η γάγγραινα και η λέπρα μας.

 

Η παραγωγή μπορεί να μείνει και ν’ ανθίσει στην οικογενειακή, τη μικρή και τη μικρομεσαία επιχείρηση, στην τυποποίηση, δεν είναι ανάγκη να το δούμε αυτό σε επίπεδο βιομηχανίας για όλες τις κατηγορίες των προϊόντων, αν και για άλλα προϊόντα θα πρέπει να το δούμε υποχρεωτικά. Είναι όμως άλλο θέμα η εμπορία. Αυτή όντως πρέπει να «συγκεντρωθεί», ν’ ακολουθήσει την ορατή τάση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία έχει άμεση ανάγκη την εξαφάνιση των ενδιάμεσων κρίκων. Είναι καλό για την Οικονομία να κλείσουν οι παρασιτικές επιχειρήσεις, να εκλείψει το άρρωστο επιχειρείν, να μετασχηματιστεί ο τομέας της εμπορίας. Είναι διπλό καλό για την Οικονομία να στραφούν οι επιχειρηματίες σε παραγωγικές επιχειρήσεις. Είναι μια δύσκολη μετακίνηση, αλλ’ αναγκαία. Είναι δε πολλαπλό καλό για την Οικονομία να συγκεντρωθεί η εμπορία των προϊόντων, να καταργηθούν οι στρωματώσεις, τα ενδιάμεσα επίπεδα που αθροιστικά μοιάζουν με τορπίλη στα θεμέλια του κράτους και της κοινωνίας.

Η έκφραση «καταστροφή της μεσαίας τάξης» είναι αρκούντως γενικευμένη και γι’ αυτό αφοριστική. Πρέπει να το αναλύσουμε αυτό: Η παραγωγική μικρομεσαία επιχείρηση – για λόγους παράδοσης και κουλτούρας – ήταν και είναι η ραχοκοκαλιά της Ελληνικής Οικονομίας, κάνουμε όμως στρατηγικό λάθος να την συγχέουμε απλοϊκά με τη μικρομεσαία επιχείρηση, αντικείμενο της οποίας δεν είναι η παραγωγή, αλλά η εμπορία των προϊόντων και η Παροχή Υπηρεσιών. Δεν ανήκουν και οι δύο στο ίδιο «οικονομικό τσουβάλι». Δεν είναι ανάπτυξη οι καφετέριες, οι μπουτίκ και τα φαστ φουντ.

Απαιτείται η δομική διάκριση αυτών των μεγεθών, ώστε (με την κατανόηση του θέματος) από τη μια να τονωθούν η παραγωγή και η κατανάλωση των προϊόντων, βεβαίως και η εξαγωγή τους, από την άλλη να μειωθεί κάθετα το κόστος στον εγχώριο ή όχι καταναλωτή, διότι το κόστος αυτό πρέπει να γίνει συμβατό με τον χαμηλό πια μισθό του. Άρα πρέπει να γίνει κατανοητό στην πολιτική πράξη ότι το σημερινό κόστος του καταναλωτή δεν αφορά την παραγωγή του προϊόντος, δεν αφορά το μεγάλο δήθεν κόστος παραγωγής, αυτό είναι μύθος. Το κόστος που ταλαιπωρεί τον καταναλωτή, αφορά την άναρχη εμπορία του προϊόντος, ΑΥΤΟ εξουθενώνει την παραγωγή, ο ενδιάμεσος κρίκος της πολυπλόκαμης και κερδοσκοπικής αυτής εμπορίας. Ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή πρέπει να μείνει μονάχα ένας κρίκος, αυτός της «συγκεντρωμένης εμπορίας». Αυτό δεν σημαίνει «καταστροφή της μεσαίας τάξης». Ας πούμε ότι δημιουργούμε ΕΝΑΝ Εταιρικό μηχανισμό εμπορίας για ν’ αντικαταστήσει τους πολλούς «μεσάζοντες». Ο «αφανισμός της μεσαίας τάξης» θ’ αναλυθεί και θα εξειδικευτεί μ’ αυτή τη νέα προσέγγιση, διότι στη μεσαία τάξη πρέπει να γίνει μια φυσική εκκαθάριση. Και γίνεται. Αλλά κι εμείς θέλουμε να μείνουν σ’ αυτήν οι γνήσιοι εκφραστές της. Δεν θέλουμε να μείνει κάθε αυτόκλητος ή νόθος μικρομεσαίος.

Για το επιχειρείν απαιτείται «Τράπεζα Μικρών» για την χρηματοδότηση υποδομής ατομικών ή οικογενειακών επιχειρήσεων, αγροτικών μονάδων ή βιοτεχνιών, με ανώτερο ποσό χαμηλότοκου δανεισμού τις 20.000 ευρώ. Για να ενεργοποιήσουμε έτσι το Ελληνικό Δαιμόνιο, ν’ αξιοποιήσουμε την δημιουργική ιδέα που τώρα δεν μπορεί να βρει χρηματοδότηση και να στηρίξουμε τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής Οικονομίας που είναι οι οικογενειακές, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Μόνο έτσι θα εξαλείψουμε την ανεργία στην Ελλάδα.

Είναι αδιανόητο να σέρνεται στον τομέα της ναυπήγησης πλοίων η Ελλάδα. Η πρώτη Ναυτική Δύναμη του κόσμου. Πώς είναι δυνατόν να μη διαθέτει οργανωμένα και ισχυρά ναυπηγεία; Πρέπει να τολμήσουμε να ξεπεραστεί το αριστερό αδιανόητο: Να δοθούν ισχυρά κίνητρα, ακόμα και φορολογικά, για να επιστρέψουν στην Ελληνική Σημαία ΟΛΑ τα Ελληνικά πλοία.

Διότι με τον επαναπροσδιορισμό της οικονομίας θα συσταθεί και θα οριστεί ευκρινώς με νέους όρους ο ευρύτατος εκείνος και ζωτικός πολιτικός χώρος, εντός του οποίου εκφράζεται διαλογικά ο φιλήσυχος και νομιμόφρων πολίτης, ο νοικοκύρης και ο επιστήμονας, ο σύγχρονος άνθρωπος, χωρίς ακρότητες, χωρίς ιδεολογήματα, αλλά με αυτοκρατορική αποφασιστικότητα. Κι αυτό σημαίνει πρακτικά αναγωγή του λαού σε πραγματικό αφεντικό της Δημοκρατίας, σημαίνει επίσης αναγωγή των Σωμάτων Ασφαλείας σε άγρυπνο φρουρό της Κοινωνίας. Ακόμα ένα αριστερό σύνδρομο καταδίωξης πρέπει να ξεπεραστεί: Τα Σώματα Ασφαλείας. Να τα δούμε ως φρουρούς της Δημοκρατίας, της νομιμότητας και της δημιουργικότητας του λαού, τα θέλουμε ισχυρά, εξοπλισμένα και τέλεια εκπαιδευμένα (από εκπαιδευτές που εκπαιδεύτηκαν άριστα στο εξωτερικό) με ανάλογη αμοιβή ειδικευμένης εργασίας. Θέλουμε την Εκτελεστική και την Δικαστική Εξουσία ομότιμους εταίρους στην άσκηση του Νομοθετικού και του κυβερνητικού έργου.

Είναι σα να βγαίνουμε από έναν μακρόχρονο «ιδεολογικό γύψο» που μας δημιούργησε ποικίλες αγκυλώσεις. Χρειαζόμαστε φυσιοθεραπείες. Δεν έχουμε τώρα, εδώ, όλες τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Μπορούμε όμως να δηλώσουμε ότι: Οι ηγεσίες αλλά και οι στελεχώσεις των κομμάτων που πολιτεύονται σα να είναι κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας, οι δε αντίπαλοί τους κάτοχοι του απολύτου ψέματος, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, μας κουράζουν, διότι απαξιώνουν με τη συμπεριφορά τους αυτή την πρώτιστη Πολιτική Αρετή των Ελλήνων: Το επιχειρείν.

 

Φύγαμε οριστικά από την κοινωνία της αφθονίας, όμως η λιτότητα δεν είναι απαραιτήτως κακή έννοια. Ως αντίδοτο του υπερκαταναλωτισμού ή της σπατάλης είναι φιλοσοφική αρετή. Τα χρόνια της μεγάλης ψευδαίσθησης που πέρασαν ανεπιστρεπτί, διδαχτήκαμε ότι ο καταναλωτισμός έφερε την πνευματική (και, τελικά, την οικονομική) παρακμή. Το δικαίωμα του ατόμου στην απόλαυση αγαθών, ιδίως το δικαίωμα των νέων στην άνετη ζωή, πρέπει να συνδέεται άμεσα με την κατάκτησή της, καθόλου με την εκχώρηση, ούτε με τη χορηγία ή το χάρισμά της.

Θέλουμε λοιπόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του κράτους, μηδενικό έλλειμμα. Και πλεόνασμα βεβαίως. Οι μισθοί και οι συντάξεις να υπολογίζονται με βάση αυτά που παράγουμε, όχι με βάση αυτό που χρειάζεται ο αχόρταγος καταναλωτής. Ο μισθωτός του Δημοσίου πρέπει να προσαρμοστεί στις δυνατότητες του Δημόσιου Ταμείου, όχι το Δημόσιο Ταμείο στις ανάγκες του υπαλλήλου του. Να κάνουμε όλοι μαζί πλούσιο το κράτος μας για να τριπλασιάσουμε τους μισθούς και τις συντάξεις. Πρέπει δε να καταργήσουμε τη μονιμότητα των Δημοσίων Υπαλλήλων για ν’ αποκατασταθεί η ισότητα των εργαζομένων στον Δημόσιο και τον Ιδιωτικό Τομέα. Κανείς από τους δύο Τομείς δε μπορεί να είναι προνομιούχος και δη σε βάρος του άλλου. Το κράτος ως εργοδότης, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ιδιώτη εργοδότη. Οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι το ίδιο παραγωγικοί και στους δύο Τομείς, από τη φύση της εργασίας τους είναι μέτοχοι, άλλοτε στο κράτος, άλλοτε στην επιχείρηση που εργάζονται. Η ιδιότητά τους αυτή πρέπει τώρα να γίνει αναγνωρίσιμη και συνειδητή.

Ο υπερβολικός μισθός του εργαζόμενου, οι προνομιακές του παροχές στον Δημόσιο Τομέα σε πλήρη αντίθεση με τον Ιδιωτικό, αποτελεί αντικίνητρο ατομικής και συλλογικής δημιουργίας, διότι μένει ανενεργός ο καλύτερος και ο αξιότερος, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει την επιχειρηματικότητα ως ένοχη εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η ασταμάτητη διαμάχη ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό του επιχειρηματία, υπονομεύει και τελικά ισοπεδώνει την επιχείρηση, αφαιρεί θέσεις εργασίας από την κοινωνία. Η μισθολογική και συνταξιολογική δικαιοσύνη (απολύτως δίκαιο αίτημα των εργαζομένων του Ιδιωτικού Τομέα) είναι το ισχυρότερο κίνητρο για το επιχειρείν, διότι ενεργοποιεί τις δημιουργικές δυνάμεις του ατόμου και τις ενθαρρύνει να διεκδικήσουν το βάθρο τους στο εύρωστο κοινωνικό εποικοδόμημα.

Αυτή είναι η πολιτική φιλοσοφία για τον νέο συνδικαλισμό, ο οποίος πρέπει ν’ απαλλαχτεί από τους γνωστούς εργατοπατέρες και τα σκανδαλώδη προνόμια που απολαμβάνουν. Ο εργαζόμενος είναι μέτοχος και η ιδιότητά του αυτή θ’ αναγνωριστεί σε κοινωνικό, οικονομικό και θεσμικό επίπεδο. Δεν χρειάζεται μεσίτες για να τον εκπροσωπούν στην εργοδοσία, θα μετέχει ο ίδιος σ’ αυτήν, οργανικά. Η Ελληνική φιλοσοφία το ορίζει με σαφήνεια, δίνει περιεχόμενο στη νέα οικονομική φιλοσοφία με το αρχαίο «πλούτει δικαίως», έχοντας αυτό δεν χρειαζόμαστε καθόλου τα νάματα του ενός και του άλλου χαρτογιακά, οπαδού του Φιλελευθερισμού ή του νεοφιλελευθερισμού ή οποιασδήποτε άλλης φιλολογίας.

 

Για την αντιμετώπιση της ανεργίας, ειδικότερα, επιβάλλεται στροφή από τον Δημόσιο Τομέα στον Ιδιωτικό Τομέα, γενναία στροφή στο επιχειρείν. Θα διατυπώσουμε αυτό το μήνυμα με σαφήνεια:

Έλληνα, πατριώτη, κανείς δεν έχει να σου τάξει πια μία θεσούλα στο Δημόσιο, άρα κανείς δε μπορεί να εξαγοράσει την ψήφο σου, η εξουσία δεν είναι πια προνόμιο των μεγάλων κομμάτων, αλλά καθενός, ακόμα και του μικρότερου, είσαι επομένως ελεύθερος να ψηφίσεις όποιο κόμμα ποθεί η ψυχή σου, όποιο κόμμα μιλά στην καρδιά σου. Άκου την ωμή αλήθεια:

Έλληνα, πατριώτη, νέε και νέα, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, ξέχνα την καριέρα σου στο Δημόσιο, γίνε επιχειρηματίας. Αν δε μπορείς να φτιάξεις τη δική σου επιχείρηση, εργάσου φλογερά για να πετύχει η επιχείρηση που σε προσέλαβε ως εργαζόμενο. Και, όταν η επιχείρηση που εργάζεσαι πετύχει, αντί να διεκδικήσεις με το σωματείο σου αύξηση μισθού, μπορείς να διεκδικήσεις κάτι πολύ καλύτερο: Μετοχές. Η Πολιτική θα δημιουργήσει από κοινού με τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους το πλαίσιο. Διότι οι επιχειρήσεις δεν είναι αιώνιες. Ανταποκρίνονται σε ορισμένους κύκλους της παραγωγικής και της οικονομικής ιστορίας. Κάποια στιγμή πρέπει να κλείσουν αυτές και να γίνουν άλλες στη θέση τους. Αυτό είναι μια νομοτέλεια, δεν συνιστά εκμετάλλευση του εργαζόμενου από τον εργοδότη, ας πάψει επιτέλους αυτή η αντιστροφή της λογικής, δεν είναι σε βάρος αλλά σε όφελος του εργαζόμενου. Λέμε λοιπόν ότι ο εργαζόμενος πρέπει να μετέχει τόσο στη ζωή της επιχείρησης, όσο και στη μετάβασή της από τη μία μορφή στην άλλη, να μετέχει οργανικά και όχι αντιθετικά στην εξέλιξη της Οικονομίας. Αυτό είναι το νέο στοιχείο που κομίζει η αφυπνισμένη Δημοκρατία. Ο εργαζόμενος δε μπορεί να παριστάνει, ούτε να είναι το θύμα των νομοτελειακών αλλαγών. Ο επιχειρηματίας επίσης. Δε μπορεί να είναι μονίμως δακτυλοδεικτούμενος από τους εργατοπατέρες και να διώκεται ως απατεών, επειδή η Αγορά πραγματοποιεί μετάβαση δομική σε κάτι άλλο ή επειδή απλώς έκαμε ένα επιχειρηματικό λάθος. Είναι ζήτημα Αρχής να πάψει η άδικη αυτή ενοχοποίηση του επιχειρείν κι αυτό ισχύει τόσο για τους τωρινούς, όσο και για τους μέλλοντες επιχειρηματίες.

 

Βάζουμε εδώ την ιδέα για κατασκευή ξύλινων σπιτιών, για να προστατεύσουμε την φυσική ισορροπία του τοπίου από τα αχόρταγα λατομεία που πληγώνουν αθεράπευτα την Ελληνική γη. Δεν το κάνουμε από οικολογική ευαισθησία, αλλά από καθαρά οικονομικό υπολογισμό, ο οποίος δεν είναι απαραίτητα ξένος προς την οικολογία: Σε άγονες εκτάσεις μπορούν να πολεοδομηθούν προάστια γύρω από κάθε αστικό κέντρο για να οικοδομούνται χωρίς τσιμέντο, μόνο με ξύλο. Να δίνονται εκεί δωρεάν οικόπεδα στα νέα ζευγάρια για μια νέα και πολιτισμένη οίκηση, χωρίς ηχορύπανση. Το μέτρο αυτό εκπροσωπεί τη νέα αντίληψη για ανανεώσιμη πρώτη ύλη στον τομέα της στέγασης του λαού, πρωτίστως όμως υποδεικνύει την αναδόμηση των πόλεων σε ύψος, ώστε σταδιακά να ελευθερωθεί χώρος για άφθονο πράσινο στον δομημένο χώρο, να δημιουργηθούν πάρκα στον αστικό ιστό. Η νέα αυτή αρχιτεκτονική αντίληψη για την Ελλάδα του μέλλοντος ξεκινάει από την παραγωγή της πρώτης ύλης, το ξύλο, και φτάνει μέχρι την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Περιέχει ειδικά πολεοδομικά σχέδια ανά περιοχή και αυτό σημαίνει δυναμική επανεκκίνηση της Οικονομίας, άρα και αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανεργίας.

 

Αν και τα προηγμένα κράτη δεν έχουν λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, για μας, όταν η Ελλάδα γίνει ένα εύρωστο κράτος, μπορεί και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει την ανεργία, υπό τον όρο ότι διαθέτει την πολιτική βούληση, η οποία θέλει τον άνθρωπο στο κέντρο της δημιουργίας, υπό τον όρο δηλαδή το κράτος αυτό δεν ενδιαφέρεται μόνο για την διοίκηση, αλλά και για κοινωφελή έργα μακράς πνοής, την υλοποίηση των οποίων αναθέτει όμως σε εξειδικευμένες Ιδιωτικές Εταιρείες για να εκλείψει ο κίνδυνος ενός νέου ευτροφισμού στο Δημόσιο. Τέτοια έργα μπορούν να είναι, ενδεικτικά, οι δασώσεις άγονων εκτάσεων και η φροντίδα τους, η αποκατάσταση εγκαταλειμμένων γεωργικών εκτάσεων και η απόδοσή τους στην παραγωγή, η καταγραφή προφορικών μαρτυριών, λαϊκών μύθων, οι οργανώσεις κάθε είδους αρχείων κ.λ.π. Αντί να επιδοτείται η ανεργία, μπορεί να επιδοτείται «η εργασία του ανέργου». Όλες οι ειδικότητες των νέων επιστημόνων μπορούν να στεγαστούν σε ένα τέτοιο ευρύ πρόγραμμα του ΕΥΡΩΣΤΟΥ κράτους. Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα. Είναι μέγιστη αδικία προς τον εαυτό μας τον ίδιο να την κρίνουμε απλοϊκά με την παραδοσιακή λογική της Ψωροκώσταινας. Με δουλειά και γνώση μπορεί να δώσει όντως τέτοιες υψηλές προσδοκίες στη μορφωμένη Νεολαία της.

 

Τα μέτρα των «μνημονίων» έπρεπε να τα έχουμε λάβει εμείς οι ίδιοι, πολύ πριν μας τα επιβάλλουν ταπεινωτικά οι δανειστές. Δεν το κάναμε. Δεν είχαμε το θάρρος. Οι πολιτικές ηγεσίες τόσο του ΠαΣοΚ, όσο και της Νέας Δημοκρατίας, γνώριζαν από παλιά το πρόβλημα, δεν είχαν όμως τα κότσια, μετέθεταν την απόφαση στον επόμενο, η υποκρισία όλων ήταν κραυγαλέα, η δειλία τους θα μείνει παροιμιώδης. Τώρα η απελευθέρωση από τα «μνημόνια» είναι ο μέγας στόχος του Ελληνικού λαού, πρώτιστο έργο του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Αλλά θα το πούμε καθαρά: Δεν μας φταίνε οι ξένοι. ΕΜΕΙΣ φταίμε. Ως κράτος. Κι αφού φταίμε, δεν έχουμε δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε φίλους και συμμάχους ως ναζιστές, ούτε τις συμφωνίες μας μαζί τους ως «νέα Γερμανική κατοχή».

Διότι: Οι επενδύσεις που περιμένουμε, θα έρθουν ΜΕΤΑ την επανεκκίνηση της Οικονομίας, για τον απλό λόγο ότι θεμελιώδης προϋπόθεση της ανάπτυξης είναι η ασφάλεια της επένδυσης. Άρα την επανεκκίνηση θα την κάνουμε ΕΜΕΙΣ, με την υπομονή μας. Η στωικότητα είναι στην ουσία επανεκκίνηση της Οικονομίας. Η συνειδητή αποδοχή της δημοσιονομικής προσαρμογής αποτελεί το πρώτο και μέγιστο ΚΕΦΑΛΑΙΟ επένδυσης στην ανάπτυξη. Εμείς αφήσαμε να διασυρθεί ο Ελληνισμός βάναυσα στην οικουμένη. Στην άθλια κατάσταση που εμείς οι ίδιοι επιτρέψαμε να έρθει η χώρα, δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε πια χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων μας. Αυτό υπαγορεύει τώρα τις σώφρονες λογικές, καταδεικνύει όμως ως γραφικότητες τους τσαμπουκάδες. Ο λαϊκισμός είναι εύκολος, εκλογικά αποδοτικός, αλλά μακροπρόθεσμα εξελίσσεται σε χειρότερο εχθρό από την αμετανόητη Τουρκία, η οποία συνεχώς απειλεί, γεγονός που μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε ότι η αμυντική θωράκιση της χώρας, αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα, ενώ, παράλληλα, για να γίνει πετρελαιοπαραγωγός χώρα η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, για να λύσει τα οικονομικά προβλήματά της, χρειαζόμαστε υψηλή τεχνολογία, την οποία δεν έχουμε. Για να την αποχτήσουμε, πρέπει να σφυρηλατήσουμε τις συμμαχίες μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επίσης με το Ισραήλ και τις Η.Π.Α. Θα ήταν καταδίκη σε θάνατο του έθνους και της φυλής, αν ενεργήσουμε σε τέτοιες εποχές εκτός ευρώ και με όρους δραχμής, όπως προτείνουν πολλοί και όπως ακόμα υπάρχει κίνδυνος να συμβεί. Οι ισχυρές συμμαχίες είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος. Είναι ο δρόμος που θα θωρακίσει τη χώρα απέναντι στις διαχρονικές όσο και παράλογες αξιώσεις της Τουρκίας στη Θράκη, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και των Σκοπίων, μηδέ εξαιρουμένης της Αλβανίας.

 

Οι Έλληνες είναι αρχαίος λαός, έχουν όμως νέο κράτος. Αυτή η ιστορική αντίφαση τους διχάζει. Έχουν χάσει το μίτο της Αριάδνης και τον χρειάζονται σήμερα όσο ποτέ. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει έκτακτες και πρωτόγνωρες οικονομικές συνθήκες. Κανείς πολίτης δε μπορούσε να κάνει πρόβλεψη τέτοιων φαινομένων, άρα είναι προσβολή της αξιοπρέπειάς του να του φέρονται οι Εισπρακτικές Εταιρείες των Τραπεζών σα να είναι κάνας μπαταξής. Δεν έχασαν ξαφνικά τη νοικοκυροσύνη και την εντιμότητά τους εκατομμύρια Έλληνες. Έχουν ανατραπεί καθ’ ολοκληρίαν οι προϋποθετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν οι συμφωνίες δανεισμού των επαγγελματιών και των καταναλωτών. Οι όροι άλλαξαν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Και αυτό δεν συνέβη με ευθύνη των δανειοληπτών, συνέβη με ευθύνη των Τραπεζών. Το κλείσιμο της στρόφιγγας ήταν μονομερής ενέργεια εναντίον τους κατά παράβαση κάθε γραπτού και άγραφου Δικαίου. Η Αγορά «στέγνωσε» από ρευστότητα με ευθύνη των Τραπεζών, αποτέλεσμα να βιώνει τώρα ο λαός μία σχιζοφρενή κατάσταση. Απολύτως φυσιολογικά οι δανειολήπτες αδυνατούν πια ν’ αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Είναι ανήθικο αυτό που έκαμαν οι Τράπεζες, άρα (είναι προβληματικό, αλλά) δεν είναι ανήθικο να μην πληρώσουν οι πολίτες. Πρέπει ασφαλώς να κατανοήσουμε την ανάγκη του συστήματος. Αλλά θα πρέπει αυτή τη φορά να ονοματίσουμε το πνεύμα Δικαιοσύνης που θα έπρεπε να διέπει την ανθρώπινη κοινωνία, σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτούνται μόνο ρυθμίσεις ή επαναρρυθμίσεις των δανείων. Δε μιλάμε για «σεισάχθεια», θα ήταν μπουρλότο στα θεμέλια του συστήματος, λέμε ότι απαιτείται επειγόντως «κενό χρόνου» στις πληρωμές των δανειοληπτών, μέχρι να επανέλθουν οι συναλλαγές στην Αγορά, να κινηθεί ξανά η οικονομία, να παραχθεί χρήμα. Την ώρα που η Οικονομία βρίσκεται σε κώμα, δεν μπορούν οι Τράπεζες να υποκρίνονται ότι «δεν τρέχει τίποτα». Διότι και το χρήμα ένα προϊόν είναι, αυτόν τον καιρό δεν παράγεται, δεν φταίνε οι πολίτες που δεν παράγεται. Οι δανειολήπτες δεν διαθέτουν νομισματοκοπείο για «να κόβουν χρήμα», θέλουν απλά να δουλέψουν, ως εργοδότες ή ως εργαζόμενοι, αλλά η Οικονομία δεν τους το επιτρέπει αυτή την ώρα, θέλουν να δουλέψουν για να αμειφθεί η εργασία τους και με την αμοιβή της εργασίας τους να καλύψουν τις Τραπεζικές τους υποχρεώσεις. Να γίνει κατανοητό: Αν οι Τράπεζες θέλουν χρήμα, πρέπει να δώσουν. Αλλιώς θα έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την κατάρρευση του Τραπεζικού συστήματος και της Ελλάδας ολόκληρης. Ευθύνη όμως έχουν και οι καταθέτες. Οι Τράπεζες θα μπορούσαν να δώσουν ρευστότητα στην Αγορά, εάν επέστρεφαν οι καταθέσεις από το εξωτερικό. Αλλ’ αυτό θα γίνει, αν και όταν εκλείψουν όλες οι πιθανότητες εξόδου από το ευρώ. Είναι καθαρά πολιτικό θέμα.

Η Οικονομία είναι πρωτίστως «θέμα κλίματος». Είναι πάντως και πατριωτικό θέμα. Ο πατριωτισμός είναι τελικά και μία οικονομική έννοια, διότι, εκτός από τις καταθέσεις, αφορά και την προτίμηση των καταναλωτών στα εγχώρια προϊόντα. Πατριωτισμός (τον οποίο τόσο «παχιά» επικαλούνται ορισμένοι) δεν είναι μόνο η ηρωική ένωση των Ελλήνων εναντίον ξένης επιβουλής, πολεμικής ή οικονομικής (όσοι μιλούν για «κατοχή» πρέπει να το ξανασκεφτούν) είναι κυρίως η έκφραση κάθε δυνατής αλληλεγγύης στους ομοεθνείς, τους συμπολίτες και τους συνδημότες, είναι η αγάπη και όχι ο φθόνος για την «κατσίκα του γείτονα», είναι, εν τέλει, η συμμετοχή του καθενός μας στην αυτορρύθμιση της Αγοράς.

Αναγγελία 2011

Σχολιάστε

Filed under ΑΡΘΡΑ για το ΚΕΝΤΡΟ

Αφήστε το σχόλιό σας...